Άνοιξε τις πύλες της στην
αίθουσα Βάτη στην Ερμούπολη η έκθεση ενός από τους σύγχρονους καταξιωμένους
ζωγράφους, του Γιάννη Βαλυράκη. Τα έργα του, επηρεασμένα από την ηρωική εποχή του σελιλόιντ, όπου οι φίλοι της 7ης τέχνης στέκονταν εκστατικοί
μπροστά στις τεράστιες αφίσες των ταινιών, πολύχρωμες, ζωγραφιστές φωτογραφίες,
αλλά και από την pop art. Οι πίνακες, σκληροί, εντυπωσιακοί, γεμάτοι νεύρο, παντρεύουν την κλασσική ζωγραφική με τις πιο
σύγχρονες εικαστικές τεχνικές.
Σε
συνέντευξή του (athensvoice το 2014), ο καλλιτέχνης εξηγεί γιατί τον
γοήτευσε αυτή η τεχνική: «Η παλιά τέχνη, της ζωγραφισμένης στο
χέρι κινηματογραφικής αφίσας, έκανε το θεατή, ακόμη και τον περαστικό από τον
κινηματογράφο να σταθεί και να δει πίσω και πέρα από το έργο που διαφήμιζε.
Προκαλεί συναισθήματα, δημιουργεί εικόνες, εκπλήσσει, αμφισβητεί, δίνει
απαντήσεις ή αφήνει ερωτηματικά». Ομολογεί επίσης ότι είναι βαθειά επηρεασμένος
από την PopArt, την Αrt Νouveau, την
Street Art. «Ακόμα και η αμερικανική εικονογράφηση στη χρυσή εποχή της έχει
πολλά να μου πει για την Τέχνη». Ο Γιάννης Βαλυράκης με τις δημιουργίες του,
απαθανατίζει μια εποχή όπου ο θεατής είχε άμεση επαφή με το θέαμα, χωρίς τη
μεσολάβηση των video και του You Tube.
Ο Γιάννης Βαλυράκης,
πατώντας στην τέχνη της μεταξοτυπίας, προσδίδει στα έργα του νεύρο, σφρίγος,
ορμή και δυναμισμό, όπου «η ωμή και βάναυση σύγχρονή μας εποχή μετουσιώνεται σε
αποκαλυπτικό εικαστικό ψυχογράφημα.
H έκθεσή του θα φιλοξενηθεί στην Αίθουσα
Τέχνης «Γ. Ε. Βάτη», στις 08/07-03/08.
Μερικά λόγια για τον καλλιτέχνη
O Γιάννης Βαλυράκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην
Αθήνα, όπου και τελείωσε τις βασικές του σπουδές, συνεχίζοντας με Αρχιτεκτονική
Ανακαίνιση στην Πάτρα. Ακολούθησαν σπουδές πάνω στις τέχνες και το design
(υποτροφία), στο Loughborough School of Arts της Αγγλίας, Μεταξοτυπίας στο
South Nottingham College και Οπτικών Τεχνών (Visual Arts) στο Central College
Nottingham. Ο μεταπτυχιακός του τίτλος είναι στην Απεικόνιση και Εικονογράφηση
(MA in 2D & 3D Visualization and Illustration). Έχει εργαστεί στην Αγγλία,
όπου διατηρούσε προσωπικό στούντιο ως ελεύθερος επαγγελματίας και έχει εκθέσει
και συνεργαστεί στα Backlit Studios και Surface Gallery του Nottingham. Έργα
του βασισμένα στην παλιά τεχνική της ζωγραφισμένης στο χέρι κινηματογραφικής
αφίσας θα παρουσιάζονται 31/10 - 18/11 στην ατομική του έκθεση στην γκαλερί
Artion στη Θεσσαλονίκη (Mητροπόλεως 6, 2310 2531113) με αφορμή και το
κινηματογραφικό φεστιβάλ της πόλης.
Γιάννης Βαλυράκης, “Lights Off”. Artion galleries, Μητροπόλεως 96,
Θεσσαλονίκη. Τηλ.2310 253113
Ο Γιάννης
Βαλυράκης αφού ολοκλήρωσε τις
σπουδές του στην αρχιτεκτονική έκανε σπουδές πάνω στις Τέχνες και το
Design (unoTpocpia) στο Loughborough School of Arts στην Αγγλία και Οπτικών
Τεχνών (Visual Arts) στο South Nottingham College. Ο μεταπτυχιακός του τίτλος
είναι στην Απεικόνιση και Εικονογράφηση (ΜΑ in 2D & 3D Visualization).
«-Αν σε αποκαλέσω vintage lover, θα παρεξηγηθείς; Σε έναν κόσμο όπου η
κινηματογραφική αφίσα και η τέχνη της, όπως τη θυμόμαστε να δεσπόζει στην
προμετωπίδα των σινεμά, μοιάζει να έσβησε ως μέσο πληροφορίας, ηττημένη από τα
trailers στο YouTtube, γιατί επιμένεις να παίζεις και να δημιουργείς ως
καλλιτέχνης, χρησιμοποιώντας τη ρετρό αισθητική της;
-Γιατί να παρεξηγηθώ; Η παλιά τέχνη, της
ζωγραφισμένης στο χέρι κινηματογραφικής αφίσας, έκανε το θεατή, ακόμη και τον
περαστικό από τον κινηματογράφο να σταθεί και να δει πίσω και πέρα από το έργο
που διαφήμιζε. Κι αυτή η προοπτική που είχε και έχει και σήμερα, ξεπερνάει το
περιορισμένο ίσως ενδιαφέρον του σινεφίλ θεατή και ανοίγει το εύρος της
επικοινωνίας με τον κόσμο. Προκαλεί συναισθήματα, δημιουργεί εικόνες,
εκπλήσσει, αμφισβητεί, δίνει απαντήσεις ή αφήνει ερωτηματικά. Στην περίπτωσή
μου μάλιστα, υπάρχει έντονο contrast ανάμεσα στο vintage ύφος της παλιάς αφίσας
και στη δική μου τεχνική με τη χρήση των σπρέι, τις έντονες πινελιές και τα
χρώματα.
-Έχεις μια εμμονή, ένα κόλλημα να το πω, με το Χόλιγουντ και το αμερικανικό
σινεμά; Γιατί, ας πούμε, δεν υπάρχει κάτι από ελληνικό κινηματογράφο ή
ευρωπαϊκό σινεμά στη ζωγραφική σου;
Πριν από όλα, θέλω να κάνω ξεκάθαρη μια
προσωπική θέση: Δεν πιστεύω σε στερεοτυπικές θεωρίες που θέλουν ό,τι κακό,
άσχημο και επικίνδυνο να προέρχεται από την Αμερική. Αλίμονο δε, αν αυτή μπορεί
να είναι άποψη στην Τέχνη… Γι' αυτό στην ερώτησή σου απαντώ ότι δεν είναι
«κόλλημα», αλλά… ξεκόλλημα. Δηλαδή, αν μου αρέσει κάτι και είναι αμερικάνικο,
θα συνεχίσει να μου αρέσει, όπως, αν δεν μου αρέσει και είναι ευρωπαϊκό… ντε
και καλά, ε… δεν θα μου αρέσει…
-Κοιτάζοντας τους πίνακές σου, αναπόφευκτα, στο θεατή κλείνει το μάτι η
PopArt. Σωστό ή λάθος;
Ναι, έτσι είναι. Είμαι επηρεασμένος από
την PopArt, αλλά δεν θα έλεγα ότι είναι η μοναδική επιρροή μου. Η Αrt Νouveau,
η Street Art με όλη την ποικιλία των μορφών και των τεχνικών της, με γοητεύουν.
Ακόμη και η αμερικάνικη εικονογράφηση στη χρυσή εποχή της έχει πολλά να μου πει
για την Τέχνη.
Αλλά ναι, η αισθητική PopArt, κυρίως σ’ ό,
τι αφορά τον αυθορμητισμό, τη δημιουργική υπερβολή, τις έντονες χρωματικές
αντιθέσεις και γενικότερα την υπέρβαση του παραδοσιακού, με ακουμπάει
περισσότερο στη δουλειά μου.
-Πώς διαλέγεις ένα θέμα; Με βάση ταινίες που τις έχεις ψηλά
στην προσωπική σου μυθολογία, που κάποτε σε συντάραξαν, ή με «εμπορικά κριτήρια»,
δεδομένου του ότι ένα απόλυτα αναγνωρίσιμο πρόσωπο και σκηνή έχουν μεγαλύτερες
πιθανότητες να αγοραστούν από το θεατή-υποψήφιο πελάτη;
Εντάξει,
θεωρώ το δίλημμα λίγο ρητορικό. Δεν υπάρχει δημιουργός, σε κάθε μορφή έκφρασης,
που να θέλει να κρατήσει τη δουλειά του μόνο για τον εαυτό του. Στην ουσία, να
μην «πουλήσει». Στη συγκεκριμένη δουλειά, το εμπορικό κριτήριο για το οποίο
μιλάς είναι λίγο θολό. Είναι τέτοια η διάχυση της πληροφορίας στις μέρες μας,
που υπάρχουν ταινίες που και να μην τις έχει δει κάποιος -είτε γιατί είναι
«βαριές» για τα γούστα του, είτε γιατί, αντίθετα, είναι «ελαφρές»- σίγουρα θα
έχει ακούσει γι’ αυτές, για το δημιουργό τους, για τους συντελεστές τους. Όταν
βλέπω μια ταινία, δεν σκέφτομαι αν είναι εμπορική. Αν μου «μιλάει», αν κάτι μου
βγάζει, αν με διεγείρει η παλέτα των χρωμάτων της, είναι για μένα έμπνευση,
σκαλοπάτι. Αν αυτό το βγάλω στον καμβά και καταφέρει να «μιλήσει» και σε όσους
δουν τη δουλειά μου, ακόμη καλύτερα. Τόσο απλά και ειλικρινά.
-Μιας και το έφερε η κουβέντα: σε τι τιμές πουλάς; Κι
αλήθεια, ζεις από τη ζωγραφική σου; Πόσο εύκολα ή δύσκολα, με πόσο πείσμα και
με τι κόστος, ειδικά τώρα, στην εποχή της «Τέχνης στον καιρό της κρίσης»;
Ολόκληρη
η γενιά μου, θες να πεις, στον καιρό της κρίσης… Θα σου πω, λοιπόν, πως η
καθημερινότητά μου δεν είναι η ζωγραφική. Δεν ξυπνάω το πρωί και κάθομαι
μπροστά στο καβαλέτο. Ασχολούμαι με διάφορα, σπούδασα διάφορα. Και δημιουργώ
μέσα από διάφορα… Κάνω εικονογραφήσεις, 3D Visualizations (οπτικοποιήσεις) και
Animations(κινούμενο σχέδιο) και φιλοδοξώ να ζω, να συνεχίσω να βιοπορίζομαι
δημιουργώντας. Στον καιρό της κρίσης, η φαντασία –μέχρι να φτάσει στην…
εξουσία- ας είναι παρεάκι μας. Γιατί η περίοδος, θέλει τόλμη, διορατικότητα,
φαντασία για να ανακαλύψεις διεξόδους, νέους δρόμους. Έτσι την παλεύω εγώ…
-Δώσε μας το τοπ 5 των αγαπημένων σου ταινιών. Και το τοπ 3
των αγαπημένων σου, ever, ζωγράφων.
Α…
όχι. Ρώτα με να σου πω για τους σκηνοθέτες που παρακολουθώ με ευλάβεια και θα
σου πω για τον Γκοντάρ, τα αδέρφια Κοέν, τον Ταραντίνο, τον Κεν Λόουτζ, τον
Πολάνσκι. Στους ζωγράφους ο Τσέχος Αλφόνς Μούχα, ο Αμερικανός Ρόι Λιχτενστάιν,
ο Αυστραλός Τζέρεμι Γκέντες Κι ορίστε κι ένας τέταρτος καταπληκτικός, «δικός» μας,
ο Σταμάτης Λάσκος.
-Νοσταλγείς την Αγγλία; Γιατί επέστρεψες στην Αθήνα, αν δεν είμαι
αδιάκριτος;
Ήταν μια εξαιρετικά εύκολη απόφαση για
μένα. Χρειάστηκε απλώς να μεταφέρω το στούντιό μου στην Αθήνα… Στην Αγγλία
δούλευα με τον ίδιο τρόπο που δουλεύω και σήμερα στην Αθήνα. Με πελάτες από
απόσταση, με κόσμο από την Ευρώπη και την Αμερική, μέσω Internet βεβαίως. Δεν
άλλαξε, από αυτή την άποψη, τίποτε για μένα… Εξάλλου, δεν θεωρώ ότι πόλεις σαν
την Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη έχουν λιγότερο πολιτιστικό παλμό από τα Midlands,
ακόμη και από το Λονδίνο… Γιατί λοιπόν να είμαι εκεί κι όχι στον τόπο μου;
Και ναι: Νοσταλγώ τις μουσικές της, τον
πολιτισμό της καθημερινότητάς της, τους φίλους που έχω εκεί. Αλλά με τίποτε δεν
θέλω να θυμάμαι το κλίμα και τον καιρό της Αγγλίας. Πόσο μάλλον να τον
νοσταλγώ…»