ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΡΑΦΗ
Το τραγούδι του κότσυφα
Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου
Ήταν Μεγάλη
Παρασκευή. Ξαφνικά έπιασε ένας αέρας τρελός. Πέταξε κάτω τις γλαστρούλες με το
βασιλικό, με τη λεβάντα και τη γαρδένια. Το δενδράκι που δεν είχε όνομα έγερνε μέχρι
κάτω τα κλαδιά του με τα στρογγυλά μικρά φυλλαράκια και τρανταζόταν
αναμαλλιασμένο.
Ο κότσυφας μέχρι εκείνη τη στιγμή, εδώ και περίπου ένα
μήνα, τραγουδούσε ένα λιμπρέτο που του το είχαν μάθει οι γονείς του. Ήταν
τενόρος. Τραγουδούσε τις καντρίλιες του.
Τουρουρουρου-τουρουρουρι-ταραρα-ταρα-ρα-ρα. Τραγουδούσε σχεδόν τον ίδιο σκοπό,
με κάποιες παραλλαγές κάθε φορά. Τραγουδούσε χαράματα, πρωί, μεσημέρι, βράδυ,
χωρίς σταματημό. Το τραγούδι του σκέπαζε κάθε άλλον ήχο τριγύρω, ακόμα και το
θόρυβο των αυτοκινήτων που αυτοκτονούσαν αενάως στη Μεγάλη Λεωφόρο. Κανείς δεν
καταλάβαινε πού βρισκόταν. Κάπου εκεί κοντά, σίγουρα, ίσως απέναντι, ίσως στο
πίσω μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας, δίπλα, λίγο μακρύτερα. Μα πού; Κανείς
δεν ήξερε.
Το κορίτσι έβγαινε στο μπαλκόνι, καθόταν στη μπαμπού
πολυθρόνα ανάμεσα στη λεμονιά, δίπλα στο μεγάλο φίκο μπεντζαμιν, πήγαινε έπειτα
στην άκρη του μπαλκονιού όπου θριάμβευαν τα κατακόκκινα τεράστια λουλούδια του
ιβίσκου. Ο κότσυφας δεν σταματούσε το τροπάριό του, το δοξαστικό, το «αι γενεαί
αι πάσαι», το «εν υψίστοις». Στη δικιά του γλώσσα, με τη δικιά του παρτιτούρα.
Μα πού είναι; Αναρωτιόταν το κορίτσι. Ήθελε να τον
φέρει κοντά της τον κότσυφα, να τον πιάσει στα χέρια της αν ήταν δυνατόν, και
να του πει: «Αγαπημένο μου πουλί, έλα να σου χαϊδέψω το μαύρο σου φτέρωμα και
το πορτοκαλί σου ράμφος, έλα να κάνεις τη φωλιά σου στο μπαλκονάκι μου κι εγώ
θα σου ρίχνω ψίχουλα να τρως και νεράκι για να πίνεις. Και να φέρεις την κυρά
σου στη φωλιά και να κάνεις οικογένεια. Μα δεν κουράζεσαι ποτέ να τραγουδάς;»
Κι εκείνος δεν σταματούσε. Δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν,
δεν κούρνιαζε, το τραγούδι του ήταν ένας ύμνος στο κέντρο της πρωτεύουσας, μια
πρόκληση στις τσιμεντένιες γειτονιές με τα ρημαγμένα πεζοδρόμια, τις
ξεχαρβαλωμένες πολυκατοικίες, μια πρόκληση στην άγρια λεωφόρο, στους
κουρασμένους άρρωστους γέρους τους κλεισμένους μέσα στα διαμερίσματα.
Και μια μέρα το κορίτσι τον είδε. Ήταν στην άκρη της
πιο ψηλής κεραίας της πιο ψηλής πολυκατοικίας του δρόμου, απέναντι από το σπίτι
της και το μπαλκόνι της. Το κορίτσι κατάλαβε τότε, ότι ο κότσυφας λειτουργούσε
με στρατηγική. Στεκόταν εκεί ψηλά για να ακούγεται το τραγούδι του στα πέρατα
της περιοχής, καλώντας τους συντρόφους του και τις αζευγάρωτες κοτσυφίνες.
Την άλλη μέρα ήρθε στο μπαλκόνι της. Τσίμπησε λίγα
ψιχουλάκια, ήπιε λίγο νερό, σκάλισε το χώμα του φίκου μήπως βρει κανένα
σκουληκάκι, κι έφυγε σαν αστραπή. Και ξαναγύρισε στο πόστο του, και στάθηκε
στην πιο ψηλή κεραία της πιο ψηλής πολυκατοικίας απέναντι από το σπίτι του
κοριτσιού. Και το τραγούδι του γέννησε κι άλλα τραγούδια από άλλα κοτσύφια που
αποκρίνονταν από μακριά στο κάλεσμά του.
Και το τραγούδι του ενώθηκε με τους ήχους του
ορατόριου του «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Μπαχ που είχε ακούσει το βράδυ της
Μεγάλης Πέμπτης το κορίτσι στο Μέγαρο Μουσικής.
Την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, έπιασε εκείνος ο
μανιασμένος αέρας. Το τραγούδι του κότσυφα σταμάτησε. Ο κότσυφας δεν ήταν πια
στην πιο ψηλή κεραία της πιο ψηλής πολυκατοικίας απέναντι από το σπίτι του
κοριτσιού. Κάποιοι αμυδροί ήχοι από το τραγούδι του ακούγονταν από μακριά, αλλά
δεν ήξερε το κορίτσι αν ήταν ο δικός της κότσυφας ή κάποιος άλλος.
Μα τι να γύρευαν άραγε τα κοτσύφια στην Αθήνα του
μπετόν; Αναρωτήθηκε το κορίτσι. Ίσως να είχαν χάσει τις φωλιές τους στις
περσινές πυρκαγιές κι ήρθαν να βρουν καταφύγιο στις τσιμεντένιες κορφές των
πολυκατοικιών και στις κεραίες, ή μπορεί να κούρνιαζαν στο Πεδίο του Άρεως ή
στο Λυκαβηττό ή στο παρκάκι των Παναθηναίων. Ποιος ξέρει….
Και τότε σκέφτηκε ότι ο κότσυφας έφυγε για να μην τον
πετάξει κάτω ο αέρας, όπως πέταξε τις μικρές γλάστρες με το βασιλικό, τη
λεβάντα και τη γαρδένια. Έφυγε γιατί δεν θα μπορούσε να ακουστεί το τραγούδι
του στα πέρατα της περιοχής στο κέντρο της Αθήνας. Αλλά μπορεί και να είχε
πεθάνει. Από την εξάντληση, από την πείνα, τη δίψα, τη δύναμη που έβαζε για να
ακουστεί το κάλεσμά του στα πέρατα, για να επιβιώσει το είδος του και να
νικήσει ενάντια σε κάθε είδους αντιξοότητα.
Και σ’ αυτή τη σκέψη ένιωσε θλίψη το κορίτσι. Ήταν
Μεγάλη Παρασκευή. Ίσως ο κότσυφας να θυσιάστηκε σαν το Χριστό για να διαιωνίσει
το είδος του, για να νικήσει η ζωή το θάνατο. Μάλλον θα ήταν τώρα πια νεκρός.
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του κοριτσιού.
Την άλλη μέρα, Μεγάλο Σάββατο, απόγευμα, έριξε μια
απαλή βροχή. Ο αέρας είχε πέσει. Το βράδυ το κορίτσι ετοιμάστηκε να πάει στην
Ανάσταση.
Και τότε άκουσε το τραγούδι του!
AUTOMATIC
WRITING
By Alkmini
Psilopoulou
THE
BLACKBIRD’S SONG
AUTOMATIC WRITING
The blackbird’s song
A tale by Alkmini Psilopoulou
It was Good Friday. Suddenly a wild wind
started to blow. It threw down the pots of basil, lavender and gardenia. The nameless
tree on the balcony leaned down its branches with its round little leaves and
jerked up and down, disheveled.
The
blackbird had been singing a libretto his parents had taught him for about a
month by this time. He was a tenor. He sang his melodies.
Tururu-tururu-tururu-tarra-tarra-tarra-tarra. He repeated almost the same tune,
with some variations each time. He sang at dawn, morning, noon, night, endlessly.
His singing covered every other sound around him, even the roar of the cars
that were incessantly been killing themselves on the Grand Avenue. No one realized
where he was. Somewhere nearby, surely, maybe across the street, perhaps on the
back balcony of the apartment building across the road, next door, a little
further away. But where? Nobody Knew.
The girl would go out on the balcony, sit
in the bamboo armchair between the lemon tree and the big benjamin ficus, then
go to the edge of the balcony where the huge bright red hibiscus flowers were
triumphantly in bloom.. The blackbird did not cease singing his hymns, “Gloria,
’The generations all",
"In Excelsis” ([i]).
In his own language, with his own score.
But where is
he? The girl wondered. She wanted to bring him to her, to, to take him in her arms
if possible, and tell him: "My dear bird, come and let me caress your
black plumage and your orange beak, come and build your nest on my little
balcony and I will give you crumbs to eat and water to drink. And bring your
lady to your nest and have a family. But don't you ever get tired of
singing?"
And he
wouldn't stop. He didn't eat, didn't sleep, didn't hunker down, his song was a
hymn in the center of the capital city, it challenged the concrete made
neighborhoods with their dilapidated pavements, their rickety blocks of flats,
the wild boulevard, the tired, sick old men locked up isolated in their
apartments.
And one day
the girl saw him. He was on the edge of the highest antenna of the tallest
apartment building across the street opposite her house and her balcony. The
girl knew then that the blackguard was operating strategically. He was standing
up there so that his song could be heard to the far reaches of the
neighborhood, calling out to his companions and the uncoupled female blackbirds.
On the
following day he came to her balcony. He pinched a few crumbs, drank some
water, poked the ficus soil to see if he could discover a little worm, and left
like a flash of lightning. And he went back to his post, and stood on the
tallest antenna of the tallest apartment building across the street opposite the
girl’s house. His song brought more songs from other blackbirds who answered
his call from afar.
And his song
was joined by the sounds of Bach's oratorio "St. Matthew ‘s Passion"
that the girl had listened on Holy Thursday evening at the Athens Concert
Hall.
On Good
Friday a wild wind blew. The singing of the blackbird stopped. The blackbird
was no longer on the tallest antenna of the tallest apartment building across
the street. Some faint sounds of his singing could still be heard in the
distance, but the girl didn't know if it was her own blackbird or someone
else's.
But what
were blackbirds doing in concrete-built Athens? The girl wondered. Perhaps they
had lost their nests in last year's forest fires and had come to find shelter
in the concrete tops of apartment buildings and antennae, or maybe they were
roosting on Pedion Areos Park or in Lycabettus hill or in the park of
Panathenaea. Who knows....
And then a
thought came in her mind that perhaps the blackbird was gone so that the wind
wouldn't blow him down, just as it had thrown the little pots of basil,
lavender and gardenia. He left because his song could not be heard in the far
reaches of the region in the center of Athens by uncoupled female blackbirds.
At this thought sadness overcame her. It was Good Friday. Perhaps the blackbird had
sacrificed himself like Christ to perpetuate his species, so that life might
conquer death. He would probably be dead by now.
A tear
rolled from the girl's eyes.
On the
following day, on Holy Saturday afternoon, a gentle rain fell. The wind had
dropped. In the evening the girl was dressing to go to the Resurrection
Liturgy.
And it was then that she heard his song again!
([1]) Hymns of the Greek Orthodox faith
during Easter Week
*Η Τιτίκα- Μαρία Σαράτση έχει συνεργαστεί
επανειλημμένα με αυτή την ιστοσελίδα όπου έχουν αναρτηθεί σημαντικά άρθρα της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου