Της Τιτίκας Μαρίας Σαράτση
Συλλογισμένη η Ελοϊζ και με ανοιχτή την τηλεόραση και τις διαφημίσεις να διακόπτουν τις Ειδήσεις για την Ουκρανία, θυμήθηκε ένα Σάββατο στην Καρδίτσα, όταν ήταν μικρό κοριτσάκι με το καλαθάκι του "Λαζάρου" και το άρωμα της πασχαλιάς και την τρυφερότητα της μολόχας και αποφάσισε να κλείσει τον ήχο, να αφήσει μόνο την εικόνα και να ανοίξει το παλιό τετράδιο με το σκληρό εξώφυλλο που έφερε ακόμη το άρωμα της μητέρας της, της Β, "Sortilege" σε μια τυχαία σελίδα, έτσι κι αλλιώς όλες του οι σελίδες είναι μαγικές, σκέφθηκε και άρχισε να διαβάσει σιγανά:
«1958- Μεσημέρι. Ο δρόμος, παρόλο που είχε πρόσφατα ασφαλτοστρωθεί, με τον καλοκαιρινό λίβα σήκωνε σκόνη, μια σκόνη περίεργη, διέκρινες λες τους κόκκους της σαν μικρά πετραδάκια που έμπαιναν στα μάτια και σε τύφλωναν. Η Β. έκλεισε βιαστικά την πράσινη βαριά σιδερένια πόρτα, κοίταξε δεξιά και αριστερά και πήρε γρήγορα το δρόμο για την πλατεία. Λίγο πριν φτάσει σταμάτησε στο μανάβικο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε στο βάθος του μαγαζιού.
Λαχανιασμένη, ακούμπησε στον τοίχο. Το σάλι που είχε
ρίξει βιαστικά πάνω της γλίστρησε και αποκάλυψε τη μαύρη της οργάνζα που κομψή
και ατσαλάκωτη ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα καφάσια και το πριονίδι στο
πάτωμα. Πλάι της ένας σωρός δαμάσκηνα λες και την κοίταζε με κείνο το
αμείλικτο-μωβ βιολετί του ώριμου καρπού που σφύζει από ζωή και που ο χυμός του
σχεδόν σκάει τη φλούδα του φρούτου.
Ξαφνικά μια λάμψη, η ίδια λάμψη φώτισε το σκοτεινό
βάθος του μαγαζιού αλλά και το μυαλό της, «Γιάννη», φώναξε, «φέρε το φάκελο,
πρέπει να φύγω». Ο Γιάννης, ο «μανάβης» την κοίταξε απορημένος. Γιατί
μιλούσε δυνατά; Πάντα η συνομιλία γινόταν ψιθυριστά. Αλλά η Β. λες και έλαμπε
σήμερα, η σκόνη που είχε καθίσει πάνω στο σάλι της άστραφτε κι εκείνη και καθώς
έκρυψε την καφετιά σακούλα με τα «οπωρικά-λαχανικά» που μέσα είχε την «Επιθεώρηση
Τέχνης»* –δεν μπορούσε να την αγοράσει πουθενά και κάποιος από το κόμμα
την έστελνε στον Γιάννη από την Αθήνα σε λίγα αντίτυπα– κάτω από το σάλι της,
αγκάλιασε βουρκωμένη το Γιάννη, τον έσφιξε δυνατά, «αντίο και σ’
ευχαριστώ, σύντροφε» του ψιθύρισε στ’ αυτί και τα χείλη της ακούμπησαν για ένα
δευτερόλεπτο τον κρόταφό του. «Μα μείνε, έχω να σου πω νέα, λένε για
αμνηστία…» ψέλλισε ο Γιάννης που τα χείλη της στον κρόταφό του τον έκαιγαν ήδη.
Η Β. χαμογέλασε: «Μη σε παραπλανούν οι εκλογές και πρόσεχε. Φεύγω τώρα,
μόλις προχθές με κάλεσαν πάλι στην ασφάλεια. ‘Γνωρίζουμε ότι δεν έχετε
συνετισθεί, κυρία Β., σας παρακολουθούμε και εσάς και το σπίτι σας, ας
έχετε χάρη που η οικογένειά σας και ο σύζυγός
σας, αν και ομοϊδεάτης σας χαίρουν της γενικότερης εκτιμήσεως της κοινωνίας’,
μου είπε ο ηλίθιος ο ασφαλίτης», ψιθύρισε η Β., « είχαμε κόσμο χθες βράδυ σπίτι
και έναν Βουλευτή της ΕΔΑ* και μάλλον για συλλήψεις και σκοτεινές δυνάμεις
έλεγαν παρά για αμνηστία», πρόσθεσε και έφυγε βιαστικά όπως είχε έρθει. Τα
μάτια της έκαιγαν…»
Έκλεισε το τετράδιο και έγειρε πίσω το
κεφάλι της. Τα μάτια της ήδη τα θάμπωναν τα δάκρυα .. Είχε πέσει
πια το σούρουπο και οι σκιές του Γ και της Β χόρευαν στο ταβάνι.
Έκλεισε εντελώς την τηλεόραση και τους καληνύχτισε γλυκά.
Tεύχος της "Επιθεώρησης Τέχνης" (1962)
|
2*Στις βουλευτικές
εκλογές της 11ης Μάϊου 1958, η ΕΔΑ αναδείχθηκε δεύτερο κόμμα με
ποσοστό 24.42% και 79 έδρες.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου