Ο Διονύσιος Σολωμός |
(με αφορμή την εθνική μας γιορτή της 25ης Μαρτίου)
Σε ανύποπτο χρόνο, ταξινομώντας τη βιβλιοθήκη μου,
έπεσα πάνω σε ένα βιβλίο που κόντευε να το λιώσει ο χρόνος. Κιτρινισμένα τα
φύλλα του, ξεκολλημένο το εξώφυλλο. Φυσικό ήταν, έκδοση «ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ-1962»…
Ο τίτλος του, «Γύρω
στο Σολωμό-Μελετήματα- Κ. Παλαμά, Γ. Ψυχάρη, Γ. Μαρκορά, Σπ. Λάμπρου, Ι.
Τυπάλδου, Κανάλε».
Ο κύριος κορμός του βιβλίου, γραμμένος από τον Παλαμά
και τον Ψυχάρη, ήταν μια έκπληξη για μένα. Το γεγονός ότι δύο μεγάλοι ποιητές
και διανοητές μας, μιλούν για τον εθνικό μας ποιητή, παρουσιάζει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον.
Έτσι λοιπόν αποφάσισα να «ξαναζωντανέψω» αυτό το
γερασμένο και ταλαιπωρημένο από το χρόνο βιβλίο-που σίγουρα κάποια στιγμή
πρέπει να «υποστεί» μια γερή ανακαίνιση- όπου ένας μεγάλος ποιητής, ο Κωστής
Παλαμάς, μιλάει για τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Και με τα λόγια του
ταυτίζομαι, καθώς ο Σολωμός υπήρξε ο πνευματικός μου μέντορας που με οδήγησε
στη χώρα της ποίησης, από τα 14 μου χρόνια…
Ο Κωστής Παλαμάς
«Τη Μούσα του
Σολωμού, από τα παιδικά μου χρόνια κι αν τη γνώρισα, δεν την αγάπησα με τη
φλόγα του πρώτου καημού» λέει ο Παλαμάς. «Γιατί παιδί δεν ήμουν όταν επρόσεξα
σ’ αυτή. Και μ’ έδεσε με την ασύντριφτην αλυσίδα που δένει το πάθος κάποτε τη
μαθημένη καρδιά, την ώριμη ηλικία. Ο Σολωμός δεν είναι ποιητής για να
συγκινήσει εκείνους που με παιδικήν ελαφρότητα στοχάζονται τα πνευματικά. Άλλων
ομοτέχνων του τα έργα, κι εδώ κι αλλού, εύκολα τα πλησιάζει κανείς και τα νοστιμεύεται, κι ευκολότερα τα
χορταίνει και τα λησμονεί.
Εκείνου ο στίχος, -νόημα, λόγος, μέτρα-, δεν έχει την
απλότητα και δεν ξανοίγεται σαν των άλλων. Δυσκολεύει κι η γλώσσα του, ξένη
προς την παράδοση της σχολικής παιδείας, αταίριαστη με τη γλώσσα του γραφείου
μας και του βιβλίου μας, όσο κι αν είναι ταιριαστή με τα βαθύτερα της ψυχής
μας. Μα γι αυτό κι ο στίχος του όσους θα
τραβήξει τους τραβάει στοχαστικώτερα, και μια για πάντα. Μετρημένοι ακόμα κι
όσοι αισθάνονται τη σπουδαιότητα της τέχνης του Σολωμού, καθώς πρέπει, κι εκεί
που προ πάντων αξίζει να την αισθανθούν.
Μπορεί να λέμε για τον ψάλτη των «Ελεύθερων
Πολιορκημένων» ό,τι είπεν ο φιλόσοφος Νίτσε για τον Γκαίτε: «Ακόμα δεν έδειξεν όλη
την επιρροή του, ακόμα δεν ήρθε η ώρα του». Δεν ξέρω αν βρίσκεται σ’ άλλη
λογοτεχνία ποιητής, μ’ έργα έτσι λιγοστά κι έτσι μισοκάμωτα, όμοια γερός και
πλούσιος και σημαντικός. Το έργο του φέρνει στο νου κάποια ερείπια σε κάποιες
κορφές. Ανεβαίνουμε εκεί προς εκείνα, και τόσο δε μας εντυπώνονται τα ερείπια,
όσο οι ολάνοιχτοι ορίζοντες που ξανοίγονται στα μάτια μας, ανάμεσό τους εκεί.
Από καιρό ονειρεύομαι να πλέξω βιβλίον ολόκληρο γύρω στην ιδέα του ποιητή. Εξ αφορμής του έργου που μας άφησε, και, πλατύτερα ακόμα, εξ αφορμής του νού που συμβολίζει στην Πατρίδα μας ο Σολωμός, φιλοδοξούσα ν’ ανταμώσω και με τάξη να ξετυλίξω μέσα στο βιβλίο μου κάθε πρόβλημα καλολογικόν ή ιστορικό, γλωσσολογικόν ή μετρικό, ψυχολογικόν ή κοινωνικό, κάθε ζήτημα που θα μπορούσε να ξυπνήσει η μελέτη του νεώτερου ποιητικού μας λόγου. Έργο τέτοιον, ως την ώρα, δύσκολο να συντεθεί και τα τυπωθεί δυσκολώτερο.
Χαρά θα μου προξενούσε και μονάχα αν έφτανε στα φύλλα
τούτα που μου δόθηκαν εδώ για να συντροφέψω το τύπωμα των ποιημάτων του
Σολωμού, το τύπωμα το φερμένο τώρα σε νέο φως από το μεγαλόβουλο Έλληνα της
Οδησσού. Αν έφτανε κάτι σαν ίσκιο στενό
να σκορπίσω του πλατειού εκείνου ονείρου μου. Κι ευτυχισμένος θα ήμουνα τώρα κι
αν κατόρθωνα κι όσα κατά καιρούς έτυχε να γράψω ή να μιλήσω για το Σολωμό, να
τα ξαναχύσω εδώ πιο ανοιχτά, πιο μελετημένα, κάπως ρυθμικώτερα, εγκάρδια.
Εγκάρδια,
τονίζω τη λέξη. Ο λόγος μου για τον ποιητή «που πότισέ μου την ψυχή, και
χόρτασεν αμέσως», καθώς λέει ένας του στίχος, δεν θα ωρεγόμουν εδώ πέρα να
γεννηθεί από την ατάραχη και την ανοιχτομάτα παρατήρηση του κριτικού θάθελα
μεμιάς να προβάλει από του πιστού τη συγκίνηση. Για αυτό και η γλώσσα μου,
γλώσσα όχι της αναγνωρισμένης μας –καλά κακά δεν εξετάζω- πεζογραφίας, αλλά της
λειτουργίας μας της ποιητικής. Κι ανίσως δε μου είχε ριζωθεί στον νου πως ο πεζός μας λόγος ανάγκη, αγάλια
αγάλια, όσο προβαίνει, να μορφώνεται κατά τη γλώσσα του ποιητικού, θα έδινε εδώ
αφορμή ένα ξανατύπωμα των έργων του Σολωμού για να μου γεννηθεί τέτοια γνώμη. Η
καθιερωμένη της γραφής μας γλώσσα θα ήτανε κάτι παράτονο δίπλα στη φωνή που
βγαίνει μέσα από τέτοιο βιβλίο. Κάτι παράταιρο με την μνήμη εκείνου, που μας
άφησε στο «Διάλογο» τη γλωσσική διαθήκη του.
Με τέτοια δέσποινα σκέψη στα προλεγόμενα τούτα θα
κοιτάξω να δώσω μια κάποιαν έννοια της ζωής και της ψυχής και του έργου του
ποιητή, έννοια και της καλλιτεχνικής αξίας και της κοινωνικής επιρροής του
έργου εκείνου, καθώς και του τρόπου σύμφωνα με τον οποίον έγινε το τύπωμα τούτο
των ποιημάτων του. Ό,τι κάνω δεν είναι τόσο κριτικός λόγος για το τραγούδι του
Σολωμού. Πέστε το καλύτερα μια συνοδεία του τραγουδιού απάνω σε μια κιθάρα
αγάπης.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου