George Orwell (1903-1950)
Της Τιτίκας-Μαρίας Σαράτση
«….ἐθάρεψα πού μπῆκες μές στήν κάμαρά μου, μέ φάνηκε πού
ἐμπρός μου στάθηκες· ὡς θα ἤσουν μές στήν κατακτημένην Ἀλεξάνδρεια, χλωμός καί κουρασμένος,
ἰδεώδης ἐν τῇ λύπῃ σου,….»
(Κ.Π. Καβάφης «Καισαρίων»)
«Ποιος θα ενδιαφερθεί για ένα όραμα που έγινε παρόραμα;»
( Βασίλης Βασιλικός « Οι Φωτογραφίες»)
Τον George
Orwell τον φαντάζομαι τραυματισμένο στο λαιμό σε κάποιο Ισπανικό
νοσοκομείο ( στο οποίο κατά πάσα πιθανότητα μολύνθηκε και με τη φυματίωση)
«χλωμό και κουρασμένο, ιδεώδη εν τη λύπη του» και στο νοσοκομείο του Λονδίνου
όπου άφησε την τελευταία του πνοή στα σαράντα επτά του χρόνια χτυπημένος από τη
φυματίωση. Στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως Διευθυντή της Ινδικής εκπομπής του BBC στην πνιγηρή ατμόσφαιρα του μετρό,
παράγοντα που χωρίς άλλο χειροτέρεψε πολύ την υγεία του….
Σκέπτομαι την βαθιά του απογοήτευση
και την οδύνη του για τις αγριότητες των σταλινικών, τον προβληματισμό του για
την ιεράρχηση των αξιών της «εργατικής τάξης»….
Τον «βλέπω» να διαβάζει το
τελευταίο ποίημα του Γεσένιν και να ανιχνεύει ματαίωση των οραμάτων του
Μαγιακόφσκι…
Τον
φαντάζομαι όμως και άφοβο μαχητή στην Ισπανία τον Ιανουάριο του 1937, με
σταθερό χέρι και βλέμμα να στοχεύει με το παλιό Γερμανικό Mauser που του είχαν δώσει, με το χέρι του να μην τρέμει, γιατί ήξερε εναντίον
ποιου και γιατί πολεμούσε….
Λίγο πριν
το θάνατο του το 1950, ο Όργουελ είχε απαγορεύσει ρητά τη συγγραφή της
βιογραφίας του, κάτι που όπως συνήθως συμβαίνει με ανάλογες απαγορεύσεις δεν
τηρήθηκε, αντίθετα γράφτηκαν πολλές βιογραφίες του.
Παραθέτω
ορισμένα μόνο βιογραφικά στοιχεία πριν ασχοληθούμε στο κείμενο αυτό με το
«1984», το πιο «σκοτεινό» αλλά και το πιο εύγλωττο έργο του.
O George Orwell, (ψευδώνυμο του Eric Arthur Blair) γεννήθηκε στο Μοτιάρι της Ινδίας το 1903.Γιός διοικητικού
υπαλλήλου στην Βρετοκρατούμενη τότε Ινδία, εγκαταστάθηκε στην Αγγλία το 1911.Σπούδασε
στο Wellington και στο Eton
και το
1922 διορίσθηκε στην Αυτοκρατορική Αστυνομία της Βιρμανίας. Το 1927 προσβλήθηκε
από δάγκειο πυρετό και έφυγε με αναρρωτική άδεια για την Αγγλία. Αποφάσισε να
παραιτηθεί από την Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία αμφισβητώντας το ρόλο του σε
αυτήν και διαπιστώνοντας δια ζώσης τους φυλετικούς διαχωρισμούς…
Από την Αυτοκρατορική Αστυνομία στην εξερεύνηση της
φτώχειας
Οδεύοντας προς την πολιτική του
ωρίμανση πέρασε αρκετό καιρό στο Λονδίνο και στο Παρίσι απορρίπτοντας
τον αστικό τρόπο ζωής και συναναστρεφόμενος με εργάτες και «περιθωριακούς». Έκανε διάφορες
δουλειές, έπλενε πιάτα σε Παρισινά εστιατόρια και ξενοδοχεία και ντυνόταν
φτωχικά. Καρποί της περιόδου αυτής είναι
τα έργα «Down and Out in Paris and London»(1933) («Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου»), «Burmese Days» (1934) («Οι μέρες της Μπούρμα»), «A Clergyman’s Daughter» (1935) («Η κόρη του πάστορα»», «The Road to Wigan Pier» (1937) («Ο δρόμος για την αποβάθρα
Ουίγκαν»).
Η
Κορυφαία περίοδος της ζωής του
Ο McNair τον έφερε σε επαφή με το POUM ( καταλανικά: Partit Obrer d’Unificació
Marxista), το αντισταλινικό «Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενοποίησης» .
Συμμετέχει στις συγκρούσεις και συνειδητοποιεί ότι οι σταλινικοί είναι ικανοί για
απίστευτες αγριότητες ακόμη και εναντίον των πρώην συμπολεμιστών τους.
Προβλέπει ότι οι φασίστες τελικά θα νικήσουν. Τραυματίζεται σοβαρά στο λαιμό από σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο. Γυρίζοντας στο πεδίο των μαχών μαθαίνει ότι το POUM έχει κηρυχθεί παράνομο και….φιλοφασιστικό (!) και μέσω των Πυρηναίων εγκαταλείπει την Ισπανία…Είναι σαφές ότι στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου η αποκρυστάλλωση της πολιτικής συνείδησης του Orwell ολοκληρώνεται. Δηλώνει ότι πιστεύει στο δημοκρατικό σοσιαλισμό και είναι εναντίον οιουδήποτε είδους ολοκληρωτισμού.
Οι σημειώσεις, οι φωτογραφίες, τα αποσπάσματα από εφημερίδες που κρατούσε κλέβονται και τελικά κατορθώνει να καταγράψει τις εμπειρίες του στο βιβλίο «Φόρος Τιμής στην Καταλονία» («Homage to Catalonia»), το οποίο ολοκληρώνεται το 1938.
Ο εκδότης του Orwell αρνείται να εκδώσει το βιβλίο λόγω της αντισταλινικής κριτικής
που περιέχει και τελικά το βιβλίο εκδίδεται από τους Secker& Warburg.
«Πριν από δέκα χρόνια ήταν αδύνατο να εκδώσεις οτιδήποτε για τον κομμουνισμό,
τώρα το ίδιο ισχύει για τον αναρχισμό και τον τροτσκισμό», παρατηρεί με πικρία
ο Orwell τo 1938.Το βιβλίο είχε μικρή εκδοτική επιτυχία, πωλήθηκαν
μόνον 683 αντίτυπα τους πρώτους έξη μήνες. Το βιβλίο επανεκδόθηκε μετά την επιτυχία των δυο τελευταίων βιβλίων του («Η φάρμα των ζώων» και «1984»).
1984
Ο τίτλος του βιβλίου είναι αναριθμητισμός του 1948, το
έτος που ο Orwell
ολοκλήρωσε το βιβλίο.
Στο 1984, ο Όργουελ δημιουργεί και περιγράφει έναν
δυστοπικό κόσμο στο εγγύς μέλλον : Τρεις υπερχώρες έχουν απομείνει στην οικουμένη:
Η Ωκεανία, η Ευρασία και η Ανατολασία.Οι χώρες
αυτές άλλοτε συμμαχούν και άλλοτε πολεμούν μεταξύ τους. Η πλοκή εξελίσσεται
στην Ωκεανία, κάτοικος της οποίας είναι και ο κεντρικός ήρωας, Ουίνστων Σμιθ.
Ο κόσμος της Ωκεανίας διαιρείται σε τρείς τάξεις: 1) Το
εσωτερικό κόμμα- η άρχουσα
και ευημερούσα τάξη σε ποσοστό 1% περίπου 2) το εξωτερικό κόμμα αποτελούμενο
από υπαλλήλους του κόμματος και εργάτες σε ποσοστό 20% περίπου και 3) το
προλεταριάτο που αποτελεί την συντριπτική πλειοψηφία και ζει σε άθλιες
συνθήκες. Ο Ουίνστων είναι υπάλληλος του κόμματος και έργο του είναι η
παράφραση και η παραποίηση γεγονότων του παρελθόντος ώστε να εξυπηρετούνται οι
στόχοι και τα συμφέροντα του Κόμματος. Η γλώσσα αντί να εμπλουτίζεται
συρρικνώνεται και αντικαθίσταται από την «Νέα Ομιλία»:
«….ο σκοπός της Νέας Ομιλίας είναι να
στενέψει τα όρια της σκέψης. Στο τέλος θα κάνουμε κυριολεκτικά αδύνατο το
έγκλημα της σκέψης γιατί δεν θα υπάρχουν λέξεις για να το εκφράσει κανείς».
Η Ωκεανία κυβερνάται από τον Μεγάλο Αδελφό, αφίσες
του οποίου υπάρχουν παντού με την υπενθύμιση « Ο Μεγάλος Αδελφός σε
παρακολουθεί». Κανείς ποτέ δεν έχει
δει τον Μεγάλο Αδελφό δια ζώσης. Η πρόσβαση στην πληροφόρηση είναι πλήρως
ελεγχόμενη, κανείς δεν ξέρει αν η Ανατολασία είναι σε πόλεμο με την Ωκεανία ή
αν η Ευρασία συμμάχησε μαζί της-η πληροφόρηση αλλάζει από στιγμή σε στιγμή.
Συνθήματα του κόμματος είναι:
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ
ΕΙΡΗΝΗ
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ
ΣΚΛΑΒΙΑ
Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ
ΔΥΝΑΜΗ
Παντού υπάρχουν τηλεοθόνες οι οποίες ελέγχουν ακόμη
και τις συσπάσεις του προσώπου που μπορούν πιθανόν να υποδηλώνουν αμφισβήτηση.
Παντού υπάρχουν μικρόφωνα που μπορούν να καταγράψουν και τον παραμικρό ψίθυρο. Τα
στοιχεία που μεταδίδουν τα μεγάφωνα μιλούν για διαρκή ανάπτυξη της χώρας ενώ οι
κάτοικοι βιώνουν το αντίθετο. Για παράδειγμα, αναφέρουν αύξηση στη μερίδα της
σοκολάτας ενώ η μερίδα μειώνεται. Το καθημερινό πρόγραμμα είναι καθορισμένο
αυστηρά. Γυμναστική, εργασία, γεύμα, αποχώρηση από την εργασία.
Ο Ουίνστων Σμιθ δεν είναι ευτυχής .Ωστόσο παίρνει όλες
τις προφυλάξεις ώστε αυτό να μην γίνει αντιληπτό. Οι «αντιφρονούντες»
εξαφανίζονται και διαγράφονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Μερικές φορές μυστηριωδώς
επανεμφανίζονται. «Αυτός που ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον, αυτός
που ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν» ήταν το σύνθημα του Κόμματος. Σε
ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου, αναφέρει:
«Αυτό που επρόκειτο να κάνει ήταν να αρχίσει
να κρατάει ημερολόγιο. Τούτη η πράξη δεν ήταν παράνομη ( τίποτα δεν ήταν
παράνομο, αφού δεν υπήρχαν πια νόμοι), αλλά, αν τον ανακάλυπταν, ήταν σίγουρο
ότι θα τον τιμωρούσαν με θάνατο ή τουλάχιστον με είκοσι πέντε χρόνια
καταναγκαστικά έργα. Ο Ουίνστων έβαλε μια πένα στον κοντυλοφόρο και την
καθάρισε. Η πένα ήταν αρχαϊκό εργαλείο που σπάνια το χρησιμοποιούσαν ακόμα και
για υπογραφές-την είχε προμηθευτεί κρυφά, και με δυσκολία, απλώς και μόνο
επειδή είχε το αίσθημα ότι σ’ αυτό το όμορφο χαρτί άξιζε να γράψεις με αληθινή
πένα αντί να γρατσουνίσεις με στυλό. Εκτός από πολύ σύντομες σημειώσεις,
συνήθως υπαγόρευε τα πάντα στο φωνογράφο, πράγμα που αποκλειόταν φυσικά στην
προκειμένη περίπτωση. Βούτηξε την πένα στο μελάνι και για ένα δευτερόλεπτο δίστασε. Μια τρεμούλα
συντάραξε τα σωθικά του. Το παν ήταν ν’ αρχίσει να γράφει στο χαρτί. Με μικρά
αδέξια γράμματα έγραψε:
4 Απριλίου 1984.
……Αναρωτήθηκε ξαφνικά για ποιόν έγραφε
αυτό το ημερολόγιο. Για τους επερχόμενους, τους αγέννητους ακόμα. Η σκέψη του
για μια στιγμή πλανήθηκε στην αμφίβολη ημερομηνία που έγραψε στη σελίδα…»
Τι έκανε τον Ουίνστων να αρχίσει να γράφει ειδικά αυτή
τη μέρα; Ένα περιστατικό που είχε συμβεί το πρωί στο Υπουργείο Αλήθειας όπου
δούλευε, στο Τμήμα Αρχείων, ακριβώς πριν από το δίλεπτο μίσους. Ο Ουίνστων
κάθισε σε μια καρέκλα στις μεσαίες σειρές. Απρόσμενα μπήκαν δυο άνθρωποι. Μια
κοπέλα γύρω στα είκοσι εφτά, με πλούσια μαύρα μαλλιά και τη γνωστή κόκκινη
ζώνη, έμβλημα του Αντισεξουαλικού Συνδέσμου Νέων, και κάποιος άλλος ονόματι Ο’
Μπράιεν, μέλος του Εσωτερικού Κόμματος. Για την κοπέλα ο Ουίνστων έτρεφε
αντιπάθεια όπως και για τις περισσότερες γυναίκες γιατί ήταν οι πιο φανατικοί
οπαδοί του Κόμματος. Για τον Ο' Μπράιεν είχε αμφιβολίες. Είχε την ελπίδα
ότι ο Ο’ Μπράιεν δεν ήταν πολιτικά ορθόδοξος…Η συνέχεια θα είναι ανατρεπτική. Η
κοπέλα, η Τζούλια θα του βάλει κάποια στιγμή ένα σημείωμα στο χέρι που θα
γράφει «Σ’ αγαπώ». Θα αρχίσουν να συναντιούνται κρυφά:
« Είχε
συλλάβει ( η Τζούλια) το νόημα του πουριτανισμού του Κόμματος.
Δεν ήταν μόνο ότι το σεξουαλικό ένστικτο δημιουργούσε έναν κόσμο δικό του έξω
από τον έλεγχο του Κόμματος, κόσμο που έπρεπε, ει δυνατόν, να καταστραφεί. Το
σπουδαιότερο ήταν πως η στέρηση της σεξουαλικής ζωής δημιουργούσε υστερία,
πράγμα που ήθελαν, γιατί μπορούσαν να τη μετατρέψουν σε πολεμικό πυρετό και σε
αφοσίωση στους αρχηγούς. Η Τζούλια εξηγούσε τη σκέψη της: « Όταν κάνεις έρωτα ,
ξοδεύεις ενέργεια και μετά νιώθεις ευτυχισμένος και δεν δίνεις δεκάρα για
τίποτα. Δεν μπορούν να το δεχτούν να νιώθεις έτσι. Θέλουν να ξεχειλίζεις από
ζωτικότητα αδιάκοπα. Όλες αυτές οι
παρελάσεις και κόντρα παρελάσεις, οι επευφημίες και οι σημαίες που
ανεμίζουν είναι σεξουαλικό ένστικτο ανικανοποίητο. Αν είσαι ευτυχισμένος μέσα
σου, γιατί να σκοτίζεσαι για τον Μεγάλο Αδελφό και το Τριετές Πλάνο και το
Δίλεπτο του Μίσους και τις υπόλοιπες βλακείες;»
Θα εξακολουθήσουν να συναντιούνται, να κάνουν έρωτα
βέβαιοι ότι στο τέλος θα τους πιάσουν. Μνήμες θερμές της μητέρας του θα
πλημμυρίσουν τον Ουίνστων. Μνήμες της φύσης και της παιδικής του ηλικίας που θα
τον γεμίσουν ζεστασιά. Ο Ο’ Μπράιεν θα εμφανισθεί ως μέλος της Αντίστασης και
θα του δώσει να διαβάσει το βιβλίο του Αρχηγού της Αντιστασιακής Αδελφότητας,
του Γκολντστάιν. Ο Τσάρινγκτον, ο παλαιοπώλης από τον οποίο ο Ουίνστων είχε
αγοράσει το ημερολόγιο θα του εμφανισθεί και αυτός ως αντιφρονών. Θα του πει
τον τελευταίο στίχο από το τραγουδάκι για τις καμπάνες που ο Ουίνστων θυμάται
χωρίς να ξέρει πως και γιατί (Ι). Θα αγοράσει ένα πανέμορφο πρες παπιέ που θα
του θυμίζει τη χρυσή χώρα και το ρυάκι της παιδικής του ηλικίας. Θα αρχίσει να συναντά τη Τζούλια στον επάνω
όροφο του παλαιοπωλείου.
Όμως….το Σύστημα είναι παντοδύναμο. Ο Ο’ Μπράιεν θα
αποδειχθεί φανατικό μέλος του Εσωτερικού Κόμματος που απλώς τον παραπλάνησε. Ο
Τσάρινγκτον θα αποδειχθεί οπαδός του Κόμματος. Ο Ουίνστων και η Τζούλια θα
συλληφθούν. Δεν θα ξαναϊδωθούν ποτέ ερωτικά. Μετά από άγρια βασανιστήρια
σωματικά και ψυχολογικά και αφού στην αίθουσα 101, την πιο τρομακτική αίθουσα
βασανιστηρίων από όλες, ο Ουίνστων θα παρακαλέσει να παραδώσουν την Τζούλια
στους αρουραίους αντί για τον ίδιο-οι αρουραίοι είναι το τρωκτικό που φοβάται
και σιχαίνεται πιο πολύ από οτιδήποτε
άλλο. Θα προδώσει δηλαδή την αγαπημένη του με τον χειρότερο τρόπο. Θα
παραδεχθεί ότι δυο και δυο κάνουν πέντε. Τότε θα τον αφήσουν ήσυχο. Θα του
δώσουν φαγητό. Την Τζούλια θα την ξαναδεί μόνο για να αποδεχθεί πως την
πρόδωσε, όπως τον πρόδωσε κι εκείνη. Και ο ρόλος των προλετάριων; Η τελευταία
του ελπίδα;
Θα αναλογισθεί ότι οι προλετάριοι ενδιαφέρονται
περισσότερο για τα στοιχήματα από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους. Και το
πιο παράλογο από όλα είναι ότι τα κέρδη από τα στοιχήματα δεν εισπράττονται
ποτέ. Τουλάχιστον ολόκληρα. Θα επαναλάβει σαν ηχώ τα λόγια του Ο’ Μπράιεν. Όλα
γίνονται για την εξουσία….
(Τα
αποσπάσματα του «1984» είναι από την έκδοση του εκδοτικού οίκου «
Κάκτος», σε μετάφραση Νίνας Μπάρτη και επιμέλεια της Φιλολογικής Ομάδας του
Κάκτου)
( I) (το παιδικό ηχητικό τραγουδάκι με τις καμπάνες)
Oranges and lemons
Say the bells of St. Clement's
You owe me five farthings
Say the bells of St. Martin's
When will you pay me?
Say the bells of Old Bailey
When I grow rich
Say the bells of Shoreditch
And when will that be?
Say the bells of Stepney
Oh, I do not know
Say the great bells of Bow
Here comes a candle
To light you to bed
And here comes a chopper
To chop off your head
Oranges and lemons
Say the bells of St. Clement's
You owe me five farthings
Say the bells of St. Martin's
When will you pay me?
Say the bells of Old Bailey
When I grow rich
Say the bells of Shoreditch
And when will that be?
Say the bells of Stepney
I do not know
Say the great bells of Bow
Here comes a candle
To light you to bed
And here comes a chopper
To chop off your head
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου