Κώστας Καταγάς |
Σώπα.
Τώρα ακούς την ανάσα των δένδρων
Τώρα ακούς τη φωνή των πουλιών
Τώρα βλέπεις το μάτι του σύμπαντος
Μέσα απ΄ τον ήλιο.
Τώρα βλέπεις το κέντημα της φύσης
Μέσα απ΄ τα χέρια σου.
Σώπα.
Τώρα βλέπεις την ψυχή σου.
περπατάς διανύοντας
Θάλασσες απόστασης
Μέσα σε σιωπή και μάγια
Κι είσαι εδώ πάντα
Η καρδιά σου
Μιλάει μιαν άλλη γλώσσα
Ασυνήθιστη
Γεμάτη χρώματα
Κυρίως πράσινο ή μπλε
Κολλάς στο φως και καίγεσαι.
Πώς να το αρνηθείς το φως
Όταν σε τυλίγει
Και σε παίρνει
Και σε οδηγεί σ’ αυτά τα μονοπάτια
Που μόνο η φύση ξέρει
Βελονιά τη βελονιά
Κεντάμε κάτι, μια εικόνα,
Μια κληρονομιά καινούργια
Για τα παιδιά μας.
Κώστας Καταγάς |
ΚΙΡΚΗ
Θέλω, πριν κοιμηθείς μέσα στη μοναχική σου φωλιά,
Να μου πεις πώς μπόρεσα εγώ, ένας άνθρωπος
φτιαγμένος από γη
να αγαπήσω αυτό το μπλε που έχεις στα μάτια
σου, αυτό το ουρανί
που δεν μπορώ ποτέ να ονειρευτώ.
Εξήγησέ μου πώς αντέχω να αγαπώ αυτό το
φευγιό
Που δείχνουν τα βλέφαρά σου όταν, κλειστά σαν
ένα στόμα μουγκού,
Ακούν τον έρωτα που βουίζει πάνω απ’ τα
γόνατά σου.
Καταλαβαίνω.
Η στεριά των δικών μου ματιών σε φοβίζει,
Σου θυμίζει μια Κίρκη
Που θα σε φυλακίσει για πάντα μέσα της.
Την ίδια στιγμή που γεννιούνται
Τα μάτια σου βυθίζονται μέσα στα γλαροπούλια.
Σα φάντασμα εσύ θα λιώσεις μέσα τους
Και πια δε θα υπάρχεις για να σ’ έχω.
Όπως ο ήχος μέσα στη σιωπή της νύχτας,
Σ’ αυτό που σέρνεται με το ψιθύρισμα του
κλέφτη
Που δεν μπορείς να δεις αλλά το νιώθεις,
κάπου.
Τώρα οι φωνές των γλεντοκόπων και τα
τραγούδια
Σταμάτησαν.
Μετά από τόσες ηδονές,
Σταμάτησε και το κορμί να παίζει τους αυλούς
των υγρών
Που αδιάκοπα κυλούν μέσα του
Όπως η θάλασσά σου.
-Τι έχει αξία;
-Η ζωή.»
Ο κοιμισμένος γίγαντας
Άρχισε σιγά -σιγά να ξυπνάει.
Πρώτα άνοιξε τα μάτια του και είδε
άρπαγες να διαμελίζουν τα υπάρχοντά του
Να καταβροχθίζουν το δέρμα του.
Είδε μηχανές να απομυζούν τον αέρα του.
Έπειτα άκουσε ήχους τρομακτικούς
Και θορύβους να ταράζουν το σώμα του.
Τεντώθηκε. Σήκωσε το χέρι του
Κι έδειξε με το δάκτυλο τον ουρανό.
Τότε το φεγγάρι έκρυψε τον ήλιο.
Τα ζωντανά έστρεψαν το βλέμμα προς τα πάνω
Και σώπασαν.
Ύστερα έκανε το χέρι του μπουνιά
Και κτύπησε το στήθος του
Περισσότερο με λύπη παρά με θυμό.
Πολλοί σκοτώθηκαν.
Άλλοι καταστράφηκαν.
Τα ζωντανά θρήνησαν.
Ο άψυχος κόσμος άρχισε να γκρεμίζεται.
Ο Εγκέλαδος δεν ήθελε τίποτα,
μόνο λίγη ανάσα.
μόνο να ζήσει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου