Λέω λοιπόν τώρα να μοιραστώ μαζί σας κάποια δικά μου ποιήματα, κείμενα, διηγήματα, πονήματα, που δεν θα δουν το φως της δημοσιότητας, καθώς οι εκδότες μας πλέουν σε πελάγη υπερπληθωρισμού βιβλίων, μυθιστορημάτων, συγγραφέων και ποιητών και δεν υπάρχει χώρος για όλους μας...
Υπάρχουν κι άλλοι που ξενυχτούν σ’ αυτό το σπίτι.
Σέρνουν
βαριά και κουρασμένα βήματα στις σκάλες.
Κι
άλλοι που ξενυχτούν πάνω σε μια λερωμένη ρόμπα
περιμένοντας
το πλοίο της επιστροφής που τόσο αργεί
μια
μάνα, μια κόρη, ένας γιός, ένας γιατρός
κι η
κόρη ασθμαίνοντας γλυκοφιλάει τη μάνα
με
το σαλεμένο μυαλό.
Πολλοί
που ξενυχτούν στα μακρινά φώτα της νύχτας
Σε
φώτα αόρατα, σε μακρινές πατρίδες πέρα στον ορίζοντα
Μεθώντας
το θυμό τους, την ανημπόρια τους
Σφυροκοπώντας
με εικόνες απούσες τα μάτια τους
Κι
εκείνοι που μετρούν τα ρούχα της απουσίας
Τα
παπούτσια και τα πατήματα που αφήνει πίσω του το κοράκι
Τα
μικρά πράγματα που σιωπηλά χορεύουν στο χώρο,
Εκείνα
με την ψυχή που παίρνουν από το σώμα που τα κατοικούσε.
Ξενυχτούν
πολλοί με το περισκόπιο του μυαλού , άγρυπνο, να
ανοίγει
μιαν αποθήκη γεμάτη μάγια και θαύματα.
Ξενυχτούν
μετρώντας την απουσία με μια παγωμένη, ήρεμη ανάσα
Ανάμεσα
σε άβυσσο και γη
Περιμένοντας
να βγει ένα κάτι της άνοιξης.
Ξενυχτούν
γλυκοφιλώντας τις ανατροπές της ζωής
Που
τους έκαναν τόσο σοφούς, τόσο μαρμάρινα αδιάφορους
Για
τις κουβέντες και τις σιωπές των ανθρώπων.
Μακριά
είναι τα φώτα των ανθρώπων που ξενυχτούν
Και
τα μάτια τους δεν βλέπονται ποτέ.
ΑΛΚΜΗΝΗ ΨΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου