9/16/17

ΧΙΟΣ 1 Ανάβατος: Τα Πέτρινα χρόνια

Καρφωμένο σε μιαν αετοράχη, στην κορφή του βουνού, ατενίζει το πέλαγος και ολόκληρο το νησί, τη μυροβόλο Χίο. Πέτρινο, ασάλευτο, μοναχικό μέσα στους αιώνες που πέρασαν και το ρήμαξαν. Είναι ο Ανάβατος. Ένα χωριό που λες και βγαίνει από τα σπλάχνα του βράχου, με τα βραχόσπιτα να στέκουν αδιάφορα για την καταστροφή, αφημένα στη μοίρα τους.


Ήταν το πρώτο μνημείο που είδαμε μετά την άφιξή μας στη Χίο, ένα νησί παραδεισένιο, μοναδικό, που η φύση του έδωσε χίλιους δυο θησαυρούς, αλλά η τουρκοκρατία τον μετέτρεψε σε τόπο κολάσεως. Ανεβαίνουμε το βουνό, το αυτοκίνητο μουγκρίζει. Φτάνουμε στο πρώτο καραούλι, όπου υπάρχει μνημείο για τους σφαγιασθέντες κατοίκους του χωριού από τους τούρκους, κατά τη μεγάλη σφαγή.
Απέναντί μας υψώνεται το ρημαγμένο χωριό, βγαλμένο λες από τα σωθικά του βράχου. Παθαίνει σοκ όποιος το πρωτοδεί, κι ακόμα μεγαλύτερο όταν περιδιαβαίνει τα έρημα σιωπηλά καλντερίμια του. Ανεβαίνουμε τα πέτρινα σκαλιά, δεξιά κι αριστερά μας υψώνονται οι πύργοι και οι πέτρινοι τοίχοι σπιτιών, τα παλιά μικρά παράθυρα μας κοιτάζουν σαν τυφλά μάτια, απόλυτη σιωπή απλώνεται γύρω μας κι εντός μας. 
Πέτρα την πέτρα περπατάμε κι όσο ανεβαίνουμε μας κυκλώνει ένας κόμπος στο στομάχι. Τα τυφλά μάτια μας κοιτάζουν τώρα από μέσα, καθώς μπαίνουμε στα γκρεμισμένα σπίτια, με τις πεσμένες σκεπές, ξύλα και πέτρες στα πόδια μας, και τα δικά μας μάτια της φαντασίας ανοίγουν διάπλατα, κατάπληκτα. Εδώ θα ήταν η κουζίνα, εδώ το υπνοδωμάτιο, πώς να ζούσαν άραγε αυτοί οι άνθρωποι, πώς σκοτώθηκαν, τι έγιναν τα παιδιά και οι μανάδες, πώς ήτανε ντυμένοι, τι έτρωγαν, πώς κυκλοφορούσαν, πώς ανεβοκατέβαιναν το βράχο, πώς μιλούσαν, τι έλεγαν. Σαν να ακούγαμε τις κραυγές και τους θρήνους και το ατσάλι να βρυχάται μέσα στις καμάρες των σπιτιών, πέτρα την πέτρα…
3.000 ψυχές ζούσαν εκεί. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν στη σφαγή. Πολλοί, όπως λένε, πήδηξαν στο γκρεμό που σε πιάνει ίλιγγος όταν τον βλέπεις στο πίσω μέρος του οικισμού. Κι έπειτα, ήρθε ο σεισμός το 1881, για να αποτελειώσει ότι είχε απομείνει. Το χωριό εγκαταλείφθηκε οριστικά και οι εναπομείναντες κάτοικοι εγκαταστάθηκαν σε νεώτερο οικισμό, που έχτισαν πιο χαμηλά στο βράχο. 
Όπως αναφέρεται στο Βικιπίντια, «η  ίδρυση του οικισμού τοποθετείται στους μέσους βυζαντινούς χρόνους και ιδρύθηκε από τους εργάτες που έφτασαν στη Χίο για την κατασκευή της Νέας Μονής. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο οικισμός δημιουργήθηκε λόγω των πειρατικών επιδρομών στη δυτική πλευρά της Χίου στην κορυφή του υψώματος για αμυντικούς λόγους και περιβαλλόταν αρχικά από οχυρωματικό περίβολο. Στη συνέχεια, κατά την εποχή της Ενετοκρατίας, επεκτάθηκε ανατολικά, εκτός των ορίων της ακρόπολης, δημιουργώντας το Μεσοχώρι. 
Ο οικισμός είχε επίσης το ρόλο του παρατηρητηρίου τόσο της θάλασσας όσο και των ηπειρωτικών εκτάσεων. Τα σπίτια εδράζονται πάνω στο βράχο χωρίς θεμέλια. Το  υλικό κατασκευής είναι ο τοπικός ασβεστόλιθος, ενώ για κονίαμα χρησιμοποιείται αργιλόχωμα με μικρή περιεκτικότητα σε ασβέστη και άμμο. Οι παρεμβάσεις στο περιβάλλον είναι λίγες, και συνήθως αφορούν την μετακίνηση πετρών για τη δημιουργία πατημάτων. Στην κορυφή του λόφου βρίσκεται το Κάστρο, το οποίο χαρακτηρίζεται από την πυκνή δόμηση των οικιών, οι οποίες ακουμπούν η μία στην άλλη, και εξωτερικό περίβολο με πύλη εισόδου στον βορρά. Έχει έκταση 800 τετραγωνικά μέτρα. 
Τα κτίρια που ξεχωρίζουν στο κάστρο είναι ο ναός του Ταξιάρχη, σε ρυθμό δίκλιτης βασιλικής και το λεγόμενο Τριώροφο, το οποίο είχε λιοτρίβι στο ισόγειο, δεξαμενή και σχολείο στον όροφο και στην κορυφή το ναό της Παναγιάς των Εισοδίων. Τα υπόλοιπα κτίρια είναι κυρίως διώροφα, με το ισόγειο να χρησιμοποιείται ως αποθηκευτικός χώρος ή στάβλος και στον όροφο βρισκόταν η κατοικία της οικογένειας. Οι δύο όροφοι επικοινωνούν με εσωτερικό κλιμακοστάσιο. Έχουν λίγα μικρά τοξωτά ανοίγματα στον όροφο και οι υπαίθριοι χώροι είναι ελάχιστοι. Το Μεσοχώρι ή παλαιό χωριό αναπτύσσεται ανατολικά του κάστρου, στο ανατολικό πρανές του λόφου. Διασχίζεται από δύο σχεδόν παράλληλους άξονες στην κατεύθυνση βορρά νότου. Το νέο χωριό αναπτύσσεται χαμηλότερα και διαφέρει από το υπόλοιπο χωριό, καθώς οι οικίες εκεί είναι μεγαλύτερες, διώροφες κεραμοσκεπής και έχουν γύρω τους οικόπεδο. Στο νέο χωριό βρίσκεται ο νέος ναός του Ταξιάρχη. Το κοιμητήριο βρίσκεται εκτός του οικιστικού συνόλου. Ο κοιμητηριακός ναός είναι αφιερωμένος στον άγιο Γεώργιο και φέρει τοιχογραφίες του 16ου αιώνα.  Ο Ανάβατος έχει κηρυχθεί προστατευόμενο μνημείο.















Κατάκοποι κατεβαίνουμε και καθόμαστε στο μικρό καφενείο στις υπώριες του χωριού, να πάρουμε μιαν ανάσα. Ο καφετζής μας λέει ότι σήμερα ζουν εκεί 10 κάτοικοι. Ρωτάμε αν υπάρχει σχολείο και μας λέει ότι υπήρχε στο κοντινό χωριό, τα Αυγώνυμα, αλλά τώρα έκλεισε κι αυτό. Ηρεμία και γαλήνη, τα χρόνια της καταστροφής έχουν περάσει, ένα από τα μεγαλύτερα σπίτια έχει γίνει πολιτιστικό κέντρο, μερικά ακόμη έχουν αναστηλωθεί. Ο άνθρωπος αντέχει πολύ. Τα πέτρινα χρόνια είναι πίσω και μια νέα ζωή ξεδιπλώνεται. Συνεχίζουμε,  για να επισκεφθούμε τα περίφημα μαστιχοχώρια, με πρώτη στάση στα Αυγώνυμα.
Μεσαιωνικό  χωριό κι αυτό, όπως και όλα τα υπόλοιπα, τα Μεστά, το Πυργί, το Λιθί, οι Ολύμποι.
 Καθόμαστε στην ήρεμη πλατεία του χωριού με το παράξενο όνομα. Πέτρινα κι εδώ τα σπίτια, τα περισσότερα αναπαλαιωμένα, καλοφτιαγμένα, όμορφα. Πολλά από αυτά έχουν γίνει ξενώνες, ορισμένα βλέπουμε να πωλούνται. 200 μόνιμοι κάτοικοι ζουν εδώ. Οι άνθρωποι ευγενικοί, καλοσυνάτοι. Τρώμε γίδα κοκκινιστή με «χερικά» μακαρόνια, δηλαδή χειροποίητα και κόκκινο γλυκό κρασί. Μας τυλίγει η ηρεμία της ειρήνης, ένα απαλό βουνίσιο αεράκι γλυκαίνει την ψυχή και το σώμα μας, τα πέτρινα χρόνια της καταστροφής είναι πίσω μας.

Συνεχίζουμε για τα Μεστά. Περπατάμε στους καμαροσκέπαστους δρόμους, μπαλκόνια με κρεμασμένα τσαμπιά ντομάτες για να γίνουν λιαστές, λουλούδια στα μπαλκόνια. Κι εδώ η πέτρα είναι το απόλυτο κυρίαρχο υλικό. Τα μάτια όμως των σπιτιών δεν είναι πια τυφλά, και μας κοιτάζουν χαμογελώντας. Κόσμος, μαγαζιά, τουρίστες, ντόπιοι. Το χωριό σφύζει από ζωή. Η πλατεία με τον πλάτανο στη μέση της, δροσερή σαν πρωινή αύρα, κατάμεστη από καρέκλες και τραπέζια των καφενείων, μας υποδέχεται για έναν καφέ κι ένα γλυκό του κουταλιού από τα περίφημα αυτά χιώτικα γλυκά, και υποβρύχιο.


Το Πυργί στη συνέχεια της περιοδείας μας, είναι πασίγνωστο για τα παράξενα ζωγραφισμένα σπίτια του. Με γεωμετρικά σχήματα που σχηματίζουν ψηφίδες, μια τεχνοτροπία ιδιαίτερη που δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην Ελλάδα, ίσως και στον κόσμο, και την έφεραν εδώ οι γενουάτες. Δεν μένει γωνιά, παράθυρο ή μπαλκόνι, χωρίς να είναι ζωγραφισμένο με αυτά τα σχέδια. Ένα χωριό-ζωγραφιά, στην κυριολεξία.  Στο δρόμο, οι σχίνοι με το μαστίχι. Πολλοί από αυτούς τους θησαυρούς της μάνας γής, κάηκαν δυστυχώς στις μεγάλες φωτιές του 2012, που κατέστρεψαν σχεδόν ολόκληρη τη δυτική πλευρά του νησιού και την μετέτρεψαν σε κρανίου τόπο. Παρόλα αυτά ο άνθρωπος δεν το έβαλε κάτω. Τα μαστιχόδενδρα ζουν και βασιλεύουν και μας συνοδεύουν από τη μια και την άλλη πλευρά του δρόμου. Μικρά δάση με αυτά τα υπέροχα δενδρίλια, πόες, θάμνοι που δεν ξεχωρίζουν από αυτά που εμείς ξέρουμε σαν σκίνα, αλλά που είναι μοναδικά στον κόσμο.





































Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».