8/17/17

«Οι καινούργιοι άνθρωποι είναι σαν φωτιά στο δάσος»

Στο μυθιστόρημα του νομπελίστα συγγραφέα Γουίλιαμ Γκόλντιγκ «Οι κληρονόμοι», περιγράφεται με αριστουργηματικό τρόπο η μετάβαση από τον άνθρωπο του Νεάτερνταλ, μισός ζώο και μισός άνθρωπος, καρποσυλλέκτης με σπίτι του το δάσος, στον homo sapiens. Στον άνθρωπο της φωτιάς.
Ο Μαλ, ο γηραιότερος των Νεάτερνταλ, λίγο πριν πεθάνει, λέει:
«Έχω μια εικόνα στο κεφάλι μου. Η φωτιά που πετάει πέφτει στο δάσος και κατατρώει τα δέντρα…Καίγεται. Το δάσος καίγεται. Το βουνό καίγεται… Ο Λοκ είναι στη ράχη της μάνας του και τα δέντρα καίγονται… Αυτά που βλέπω στο μυαλό μου είναι άσχημα». «Τα είδε όλα να καίγονται. Φοβήθηκα. Πώς γίνεται να καεί το βουνό;»
Και ο Λοκ που διαδέχεται τον γέρο Μαλ μετά το θάνατό του, λέει: «Οι άνθρωποι είναι σαν πεινασμένος λύκος σε κουφάλα δέντρου… Οι καινούργιοι άνθρωποι είναι σαν λύκος και μέλι, σάπιο μέλι και σαν το ποτάμι… Είναι σαν φωτιά στο δάσος».


Κι εγώ έχω εικόνες στο κεφάλι μου, ξημεροβραδιάζοντας μπροστά στην τηλεόραση και στις εικόνες της κόλασης που ζούμε και φέτος, το 2017, 10 χρόνια μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Ηλεία και στην Αττική. Σαν εκείνους τους πρωτόγονους ανθρώπους, τότε που έμεναν στο δάσος κι εξαφανίστηκαν από τον καινούργιο άνθρωπο.
Τα δέντρα αγκάλιαζαν το πατρικό μου σπίτι στο Σούνιο, μεγάλα πεύκα που όλο και ψήλωναν. Θυμάμαι τις πρώτες φωτιές που είδα γυρίζοντας με το καράβι από διακοπές σε κάποιο νησί. Καπνοί να υψώνονται μέχρι πάνω ψηλά. Η καρδιά μου σφίχτηκε. Το στομάχι μου σφίχτηκε. Το στόμα μου ξεράθηκε. Τα πόδια μου παράλυσαν. Φτάσαμε και η φωτιά, που είχε φουντώσει στον Εθνικό Δρυμό είχε φτάσει μέχρι το Ναό του Ποσειδώνα. Αλλά δεν είχε αγγίξει το σπίτι μας. Από την πρώτη εκείνη φωτιά, ακολούθησαν και άλλες πολλές. Σχεδόν κάθε χρόνο. Και το σπίτι όπου πλέον ζούσα μόνιμα, κάθε Αύγουστο βαριανάσαινε μαζί με το δάσος, σαν ένας άνθρωπος με δύσπνοια, κι εγώ μαζί του, όταν έπιαναν 7 και 8 μποφόρ.
Και θυμάμαι τη θητεία μου στους εθελοντές. Με 4χ4, τζιπάκια, μηχανές, ΙΧ, ότι είχε ο καθένας, οργώναμε κάθε καλοκαίρι τα βουνά και τα φαράγγια, φέρνοντας κύκλους στο βουνό. Με αρβύλες και κιάλια, σταματούσαμε στην Αγία Βαρβάρα ή στο Χάος να σαρώσουμε όλη την περιοχή, από Λεγραινά μέχρι Κερατέα. Στα πυροφυλάκια, στις κορυφογραμμές, πίναμε καφέ και κάναμε τσιγάρο.
Ο άνεμος ξύριζε. Σε κείνες τις κορυφές δεν υπήρχαν δέντρα, μόνο κάτι αραιοί θάμνοι, ο άνεμος σάρωνε τα πάντα. Και στις μεγάλες φωτιές του 2007 και μετά, στις νυχτερινές μας περιπολίες, παίρναμε τα καρεκλάκια μας και καθόμασταν στις κορφές του Εθνικού Δρυμού και βλέπαμε τους καπνούς και τις φλόγες να υψώνονται στον ουρανό, και προσευχόμασταν να μην αρπάξει η φωτιά τουλάχιστον το σπίτι μας. Κι όταν κατεβαίναμε τις πρώτες πρωινές ώρες, κατάκοποι, στο σπίτι μας, συνεχίζαμε την επιτήρηση. Και καμιά άλλη εικόνα δεν χωρούσε στο μυαλό μας, καμιά άλλη σκέψη, παρά μόνο το όμορφο δάσος που το καταβρόχθιζαν οι φλόγες, ένα προϊστορικό τέρας, τεράστια πύρινα φίδια, κόκκινα σαν αίμα και πορτοκαλί σαν ήλιος.
Κι ο ήλιος έδυε πύρινος. Κι ο ουρανός γινόταν πορφυρός μέσα στο σκοτάδι. Και ο ύπνος είχε εξοριστεί όλες εκείνες τις μέρες και τις ώρες της αγρυπνίας, που έμοιαζαν με μιαν αλλόκοτη τρομακτική τελετουργία άλλων εποχών.
Και δεν τρώγαμε, και δεν κοιμόμασταν μέχρι να κοπάσει το κακό. Με συντροφιά κάποιον φίλο από τους εθελοντές, τη γλώσσα στο στόμα να τρέμει σαν του σκυλιού, κολλημένοι στην οθόνη της τηλεόρασης, το τηλέφωνο παρά πόδα, σε εγρήγορση και επιφυλακή, με τη βαλίτσα έτοιμη για φυγή, αν η φωτιά πλησίαζε πολύ κοντά. Και την άλλη μέρα δεν ακουγόντουσαν πουλιά να τιτιβίζουν πάνω στα δέντρα, ούτε τζιτζίκια, και δεν μύριζε το ρετσίνι παρά μόνο αυτή η σάπια μυρωδιά της καμένης φύσης. Και βλέπαμε τις μικρές αλεπούδες να κατεβαίνουν τρέχοντας προς την παραλία και να κρύβονται κάτω από κτιστούς φούρνους σπιτιών. Κι όλα είχανε γίνει κόλαση. Τι κι αν το σπίτι μας είχε γλυτώσει; Τίποτα πια δεν ήτανε το ίδιο.
Ζούμε τον αιώνα της φωτιάς. Ο άνθρωπος είναι η φωτιά στο δάσος.   

 
Εθνικός Δρυμός Σουνίου

Παλιά καμμένα στον Εθνικό Δρυμό Σουνίου


Περίφραξη μέσα στο δάσος








Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».