5/26/17
Αν τα λουλούδια ήταν άνθρωποι θα ένιωθαν υπερήφανα
για τον εαυτό τους. Θα έβλεπαν τα μπουμπούκια να κρατούν το πολύχρωμο μυστικό
τους, βρέφη ακόμα μέσα στη μήτρα του φυτού, να μεγαλώνουν σιγά σιγά, να
αλλάζουν σχήμα, και η μάνα-φυτό να τα φροντίζει ταΐζοντάς τα ηλιόφως. Κι όταν
θα σκάζουν τα μπουμπούκια και θα βγαίνει από αυτά το μαγικό λουλούδι, χωρίς
μάτια ακόμη, τυφλό, θα στέκει η μάνα-φυτό και θα το καμαρώνει.
Τι όμορφο χρώμα
που έχεις μωρό μου, θα του λέει, κόκκινο, φούξια, κίτρινο, άσπρο, μώβ και μπλε,
όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Κι
ακόμα περισσότερα, λάμπουνε πάνω στο κορμάκι τους, με τα πέταλα να
φωτίζουνε το είναι του κόσμου, να ομορφαίνουνε τις μέρες, να κρατάνε τις
σταγόνες της αυγινής αχλής πάνω τους σαν διαμάντια, κι ύστερα με σκιές να
νοτίζουν τις εναλλαγές του φωτός, μια παλέτα ατελείωτη στο διάβα του χρόνου,
στο μεγάλο σύμπαν, στον μεγάλο Κόσμο της γης.
Όμως τα λουλούδια δεν είναι άνθρωποι. Έχουνε γίνει
φαίνεται για να τα βλέπουν μόνο τα ανθρώπινα μάτια, να τα ερωτεύονται οι
ανέραστοι και οι ερωτοχτυπημένοι, να τα χαϊδεύουν με αγάπη οι γέροι στην
τελευταία στροφή της ζωής τους, να τα φροντίζουν ιεροί κηπουροί, με τα χέρια
τους να σκαλίζουν το χώμα που τα γέννησε, να τα ταΐζουν, να τα ποτίζουν, και να
λένε, αχ, ας ήταν πάντα Άνοιξη πάνω στη γη, αχ, ας μην τελειώσουν ποτέ αυτά τα
χρώματα και οι μορφές, ας μη στερέψει ποτέ αυτή η ομορφιά. Αλλά όταν οι
άνθρωποι κόβουνε το κλαρί που τα στηρίζει, και παίρνουν τη θεϊκή ομορφιά για να
την φυλακίσουν μέσα σε ένα βάζο, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας ή του σαλονιού,
αχ, πόσο πονάνε οι μανάδες-φυτά, πόσο γρήγορα γερνάνε τα λουλούδια και
μαραίνονται μόλις σωθεί το λίγο νερό που τα κρατάει ζωντανά.
Το λέει ο Χαλίλ Γκιμπράν στον Κήπο του Πορφήτη: «Σαν
έρθει η Άνοιξη για να γυρέψει τον αγαπημένο Της ανάμεσα στα κοιμισμένα
περιβόλια και τ’ αμπέλια, τα χιόνια πραγματικά θα λιώσουν και θα κυλίσουν σε ρυάκια για να γυρέψουν το
ποτάμι της κοιλάδας και να γίνουν ποτιστήρια στα μυρτόδεντρα και τις δάφνες.
Έτσι θα λιώσει και το χιόνι της καρδιάς σας όταν έρθει η Άνοιξη, κι έτσι τα
μυστικά σας θα τρέξουν σε ρυάκια για ν’ αναζητήσουν τον ποταμό της ζωής στην
κοιλάδα. Κι ο ποταμός θα αγκαλιάσει το μυστικό σας και θα το φέρει στη μεγάλη
θάλασσα».
«Ώ άψυχο πλάσμα, είσαι τόσον καιρό σ’ αυτό τον Κήπο
και δεν ξέρεις πως δεν υπάρχει τίποτα άψυχο εδώ; Όλα τα πράγματα ζουν και
λάμπουν στη γνώση της μέρας και στο μεγαλείο της νύχτας. Εσύ κι η πέτρα είσαστε
ένα. Υπάρχει διαφορά μόνο στους χτύπους της καρδιάς. Η δικιά σου χτυπά κάπως
πιο γρήγορα, δεν είναι έτσι, φίλε μου; Ναι, αλλά δεν μπορεί να ’ναι τόσο ήρεμη».
Για εμένα
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.
Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.
Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».