4/28/17
Είναι απρόσιτα. Αν τα
κοντοζυγώσεις, θα πετάξουν μακριά σου. Τα φτερουγίσματά τους κόβουν τη σιωπή
όταν βρίσκονται κοντά μας, και σχίζουν τον ουρανό, άηχα, μακριά μας. Τα
παρατηρείς, όταν, αθέλητα, σου δίνουνε την άδεια, θαυμάζοντας τα πλάσματα του
αέρα που έφτιαξε η φύση. Πολλοί λένε ότι τα πουλιά είναι κατευθείαν απόγονοι
των δεινοσαύρων. Πώς να πιστέψει κανείς κάτι τέτοιο, βλέποντας τόσην ομορφιά; Χιλιάδες
είδη, μικρά και μεγάλα, χορεύουν εκεί ψηλά όπου συνήθως δεν φτάνουνε τα μάτια
μας. Διασχίζουν εκατοντάδες χιλιόμετρα, τα αποδημητικά, σε κοπάδια,
δημιουργώντας κινούμενα σχέδια στον ορίζοντα, μέχρι να γίνουν μικρές τελείες
πάνω στο γαλάζιο χάρτη του ουρανού.
Ακολουθούν τους ρυθμούς του αέρα, όταν
πετούν, κάθονται πάνω σε καλώδια ή σε βράχους όταν ξεκουράζονται, κουρνιάζουν
μέσα σε πυκνά φυλλώματα όταν πέφτει ο ήλιος, και τότε επιβάλλουν τη σιωπή, μια
σιωπή ιερή, μυστική μέσα στη νύχτα, και σωπαίνεις κι εσύ για να αφουγκραστείς
το τίποτα.
Και τότε μια
νυχτοπεταλούδα κάθεται ξαφνικά έξω από το παράθυρό σου, είναι τεράστια, με τα
φτερά της απλωμένα. Θαρρείς πως ξεκουράζεται. Αλλά μάλλον αφήνει τα αυγά της
εκεί, όπου η θέρμη της λάμπας της κουζίνας τη βοηθάει στην ωοτοκία. Την άλλη
μέρα, έχει εξαφανιστεί έτσι απρόσμενα όπως ήρθε. Και βλέπεις τα μικρά, αδύναμα
και διάφανα πεταλουδάκια που θα πάρουν, όσα επιζήσουν, το μεγάλο σώμα της
μητέρας τους.
Μερικές φορές, όταν
κελαηδούν τα κοτσύφια, παίζουν τη δική τους μουσική, που δεν καταλαβαίνεις πώς
την έχουν μάθει. Συνομιλούν μεταξύ τους στη δική τους γλώσσα, μιλάει το ένα,
καλεί το αρσενικό, και το θηλυκό απαντά στη στιγμή, από πολύ μακριά. Στις
κορφές των λόφων και των βουνών, σε μέρη απάτητα από τον άνθρωπο, μπορείς να
ακούσεις τις πέρδικες να μιλούν στα μικρά περδικόπουλα, ειδοποιώντας τα για τον
κίνδυνο του γερακιού που κάνει κύκλους πάνω τους.
Παρακολουθείς τα πουλιά και
θαυμάζεις, το πέταγμα των γλάρων, των αγριοεπρίστερων, έναν ερωδιό που περπατάει με τα λιγνά του πόδια στην
ακροθαλασσιά, τα κοπάδια των φλαμίνγκος που εμφανίζονται από το πουθενά στους
υδροβιότοπους, όπως έγινε την 1η Απρίλη στην Νάξο. Τα πουλιά, η ζωή
τους, η συμπεριφορά τους, είναι ένα μυστήριο. Πώς τα κάνουν όλα αυτά; Ποιος
τους τα έμαθε; Η ίδια η ζωή προφανώς και η θεά φύση. Κι εσύ, αν είσαι τυχερός,
θα προλάβεις να τα δεις να κάθονται στο ψηλότερο κλαδί ενός κυπαρισσιού, για
λίγο μόνο, μερικές στιγμές, κι έπειτα θα πετάξουν μακριά σου. Πώς να μην τα
θαυμάσεις;
Τα πουλιά που μιλούν στο δημοτικό μας τραγούδι
Ίσως εξαιτίας αυτού
του μυστηρίου και του θαυμασμού μας για τα πλάσματα του αέρα, βάλαμε την
παρουσία τους συχνά στα δημοτικά μας τραγούδια.
Σύμφωνα με τις αναλύσεις των ειδικών, τα πουλιά, κυρίως τα αποδημητικά, παίζουν
ρόλο μεσολαβητή. Παίρνουν ανθρώπινη λαλιά και αναγγέλλουν ή ιστορούν το θάνατο
ή την καταστροφή. Μοιρολογούν και συγχρόνως δοξάζουν όσους ξεχωρίζουν για την
ανδρεία τους. Πολλές φορές η λαϊκή μούσα εμφανίζει τριάδα πουλιών που
αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας το δύσκολο έργο του μοιρολογιού. Το ένα από τα
τρία υπερτερεί και ενώνει συνήθως τα αντίθετα. Τα πουλιά ανήκουν στον κόσμο των
συμβόλων και συναντώνται στις παραδόσεις όλων των λαών. Η ικανότητά τους
να μιλούν συμβολίζει την επικοινωνία με
θεϊκές δυνάμεις . επικεφαλής του χορού είναι το μαύρο πουλί που μιλά με
ανθρώπινη λαλιά…
Σε ένα κρητικό τραγούδι, το πουλί μιλάει για το
θανατικό που έπεσε στην πόλη:
«Χρυσό πουλάκιν
έβγαινε 'πό μέσα 'πό την πόλη.
Βγαίνουν μανάδες και
ρωτούνκαι οι καψονυφάδες.
-Πουλάκι πες μας τίποτε και παρηγόρησέ μας.
Τι να σας πω, μωρ'
ορφανές και σεις καψονυφάδες.
Στην πόλ' έπεσε θάνατος και μια κακιά αρρώστια.
Μα τ' είδαν τα
ματάκια μου στης πόλης τα σοκάκια:
τους ξένους πού τους
θάφτουνε και πώς τους παραχώνουν.
Δίχως μανάδων
κλάματα, γυναίκων μοιρολόγια,
δίχως το μαύρο σάβανο
στον άξερτο τον τόπο».
Ένα άλλο τραγούδι, έχει πανελλήνια διάδοση,
αφού υπάρχουν περισσότερες από 250 παραλλαγές του από τη Θράκη, την Αίγινα, την Ήπειρο, την
Πάρο, την Κρήτη, την Κάρπαθο, τον Πόντο, τη Κορσική, την Κύπρο, τη Θεσσαλία, τη
Στερεά, την Πελοπόννησο, τη Μικρά Ασία. Η μάνα κλαίει κι οδύρεται και ρωτάει
τους ναύτες αν είδανε τον «ακριβό υιό της», για να λάβει την εξής απάντηση:
«Εχτές προχτές τον είδαμε στην άμμον
ξαπλωμένον
κι είχε την άμμον
πάπλωμα, τη μαύρη γη σεντόνι,
τα χοχλακούδια του γιαλού τα είχε προσκεφάλι,
άσπρα πουλιά τον
τρώγανε, μαύρα τον τριγυρίζαν.
Κι ένα πουλίν, καλόν πουλίν, κάθεται και δεν
τρώγει.
- Φάγε και συ, καλόν
πουλίν, απ' ανδρειωμένου πλάτην,
να θρέψει πήχυν το
φτερόν, πήχυν τ' απανωφτέρι,
να γράψω εις τη φτερούγα σου δυο λόγια
πικραμένα.
Το 'να να πας της
μάνας μου, τ' άλλο της αδερφής μου,
να το διεβάζει η μάνα
μου, να κλαίγει η αδερφή μου,
να το διεβάζει η
αδερφή, να κλαίγει ο αδερφός μου».
(πηγές: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Το δημοτικό μας τραγούδι (εκδ.
Πατάκη)
Για εμένα
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.
Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.
Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».