Γενικά δεν μου αρέσει να ασχολούμαι με το παρελθόν.
Το ζωντανό παρόν μου είναι πολύ πιο ευχάριστο, ενώ το άγνωστο μέλλον μου
φαίνεται ενδιαφέρον και συναρπαστικό. Καμιά φορά ωστόσο, είναι κανείς αναγκασμένος
να γυρίζει πίσω στο χρόνο, για να αποτιμήσει, να απολογηθεί, να θυμηθεί, τα
καλά, τα κακά, πληροφορίες καταχωνιασμένες που ίσως να του είναι σήμερα
χρήσιμες για να δώσουν ένα άλλο φως στο παρόν και να ανοίξουν ένα παράθυρο στο
μέλλον.
Με αφορμή λοιπόν το θέμα της γλώσσας και της
αναγκαιότητας ή μη της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στα
σχολεία, κι ακόμη με αφορμή την καταπληκτική παράσταση «Πλάτωνος Απολογία
Σωκράτους» του Δήμου Αβδελιώδη που είχα την τύχη να δω στο Θέατρο Απόλλων
Σύρου, γύρισα πίσω στο παρελθόν, στα φοιτητικά μου χρόνια και στα μετέπειτα, τα
λεγόμενα μεταπολιτευτικά.
Αλλά και τη θητεία μου στον χώρο της
λεγόμενης-ανανεωτικής- αριστεράς
Από φέτος, λέει, καταργούν την διδασκαλία της
Αντιγόνης από τα σχολεία. Πέρυσι κατήργησαν τη διδασκαλία του «Επιτάφιου του
Περικλή», Θουκυδίδου. Κι αναρωτιέμαι, πού πάμε, ποιοι είμαστε τελικά, εμείς οι
έλληνες, που είμαστε σαν πρόσφυγες χωρίς ταυτότητα στην ίδια μας τη χώρα,
πρόσφυγες ωστόσο οικεία βουλήσει, εθελοντικά δηλαδή, ριψάσπιδες, έχοντας πέσει
αμαχητί και παραδίδοντας γην και ύδωρ σε κάποιον αόρατο εχθρό, που είναι ο
ίδιος μας ο συλλογικός εαυτός, εξαναγκασμένοι λόγω αδιαφορίας στην αμάθεια στην
οποία μας έριξαν οι εκάστοτε κυβερνώντες, να απαρνούμαστε κάθε τι που θυμίζει
Ελλάδα.
Ενώ οι ξένοι μαθαίνουν την ιστορία και τη λογοτεχνία μας στα σχολεία
και στα πανεπιστήμια, γεγονός που ίσως σημαίνει ότι περισσότερο ενδιαφέρει
αυτούς η ύπαρξη και επιβίωση της Ελλάδας, παρά εμάς. Εξ άλλου, είμαστε ένα
έθνος ανάδελφο, όπως είχε πει κάποτε ένας πρόεδρος της δημοκρατίας. Γελάσαμε
τότε με εκείνη τη ρήση, πλην όμως είχε μια μεγάλη αλήθεια: Η γλώσσα μας, η
ελληνική, είναι η μοναδική γλώσσα στον κόσμο που μιλιέται από μια και μόνη
χώρα, μια κουτσουλιά στην παγκόσμια υδρόγειο, η οποία όμως φώτισε για αιώνες
τον ανθρώπινο πολιτισμό. Νομίζω πως ακόμα και αν δεν υπήρχε η αρχαία Ελλάδα με
την ιστορία και τον πολιτισμό της, ο σύγχρονος άνθρωπος θα έπρεπε να την
εφεύρει. Ίσως μάλιστα στην πραγματικότητα αυτό να έγινε, να εφηύραν οι
ευρωπαίοι , ή έστω να ανακάλυψαν την δική μας αρχαιότητα, για να βγουν από τον
πρωτόγονο και βάρβαρο εαυτό τους…
Ευτυχώς για μας, εκείνοι, οι ξένοι, μας έκαναν έθνος
και κράτος, φρόντισαν να διατηρηθεί η γλώσσα μας η ελληνική, ή έστω να
αναγεννηθεί από τις στάχτες της, αφού μετά την τουρκοκρατία, ελάχιστοι μιλούσαν
ελληνικά.
Δυστυχώς, εμείς οι νεοέλληνες, χαμένοι στη μετάφραση
του χρήματος, της οικονομικής κρίσης και του ευρώ, χάσαμε μαζί και τον νοήμονα
εαυτό μας.
Φυσικά πανηγύρισα όταν ήρθε στην κυβέρνηση η
αριστερά, γιατί τέκνο της ήμουν κι εγώ. Από νέα. Από φοιτήτρια. Θυμάμαι λοιπόν
στο πανεπιστήμιο, εξορισμένους από τη χούντα όλους τους μεγάλους αρχαίους,
Πλάτωνα, Σωκράτη, προσωκρατικούς, ποιητές. Στο Ιστορικό-αρχαιολογικό τμήμα όπου
φοιτούσα, κάναμε μόνον ολίγον Θουκυδίδη, ολίγον Αριστοτέλη, ολίγον Δημοσθένη,
ολίγον Ηρόδοτο, αυτά…
Ολόκληρη Φιλοσοφική σχολή έβγαλα, τίποτα δεν έμαθα
εκτός από ένα νταμάρι βυζαντική ιστορία, λίγη γλωσσολογία και κάποια στοιχεία
προϊστορικής αρχαιολογίας αφού αυτή την ειδίκευση είχα διαλέξει για το
επαγγελματικό μου μέλλον. Έβγαλα λοιπόν ολόκληρο πανεπιστήμιο, χωρίς να έχω
διαβάσει την Πολιτεία του Πλάτωνα, την Απολογία του Σωκράτη, να μην έχω μάθει
τίποτα για τη δίκη του Σωκράτη που έγινε πανανθρώπινο σύμβολο μέσα στους
αιώνες, αλλά και τίποτα από τους αρχαίους και νέους μας ποιητές, παρόλο που
στη ποίηση είμαστε οι καλύτεροι
παγκοσμίως-δύο Νόμπελ στην ποίηση είναι κάτι ανήκουστο και πρωτοφανές, και όμως
τα πήραμε. Αρχαίες τραγωδίες, τίποτα, Σαπφώ, Αλκαίος, τίποτα, και άλλοι και
άλλοι, αλλά και αρχαία ιστορία, τίποτα, παρά μόνον ότι έγραφαν οι τόμοι της
Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, με παρωχημένα και ξεπερασμένα επιστημονικά
στοιχεία.
Γενικά, επικρατούσε η άποψη ότι η Χούντα
καλλιεργούσε το αρχαίον πνεύμα αθάνατον. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμμα από αυτό.
Εκτός αν με το αρχαίον πνεύμα, εννοούμε ό,τι συνέφερε το καθεστώς εκείνο για
την προπαγάνδα του. Από την άλλην πλευρά, η αριστερά, να αφορίζει τους αρχαίους
με εκείνες τις ανοησίες περί ιμπεριαλιστικής αρχαιότητας που σήμερα μοιάζουν με
παιδαριώδες αστείο.
Και ξεχνούσε η υποτιθέμενη αριστερά, ότι τόσο ο Μαρξ
όσο και οι πρώτοι έλληνες κομμουνιστές είχαν μελετήσει, αναλύσει και διαβάσει
την αρχαία ελληνική ιστορία και γραμματεία, και είχαν γράψει εκατοντάδες βιβλία
για τον αρχαίο μας πολιτισμό, άσχετα αν κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με τις
απόψεις τους. Η δε θεωρία του Μαρξ, περί διαλεκτικού υλισμού, στηριζόταν ευθέως
πάνω στον Αριστοτέλη, αλλά και ο Ένγκελς και όλοι οι θεωρητικοί του μαρξισμού
πατούσαν πάνω στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκός
πολιτισμός, δεξιόστροφος, αριστερόστροφος, κεντρώος, που να μην πατάει πάνω
στην αρχαία Ελλάδα.
Όμως εμείς είμαστε νεοέλληνες. Αγνώστου πατρότητας,
αγνώστου εθνικότητας, αγνώστου ταυτότητας. Και τι αν η Αντιγόνη έχει γίνει
παγκόσμιο σύμβολο αμφισβήτησης της εξουσίας; Και τι αν όλη η υφήλιος, μέχρι την
Ασία και την Ιαπωνία, έχει διαβάσει τον Πλάτωνα; Εμείς είμαστε αλλουνού παπά
ευαγγέλιο. Είναι κρίμα. Γιατί πηγαίνουμε προς το γκρεμό με τυφλά μάτια.
Πριν από
χρόνια, ένας εκδότης και διανοητής, ο Οδυσσέας Χατζόπουλος, τόλμησε να εκδώσει
όλα τα βιβλία του Πλάτωνα το 1991. Στο σημείωμά του που μας εισάγει στα βιβλία
της «Πολιτείας» του Πλάτωνος, αναφέρει τους λόγους που τον οδήγησαν να προβεί
σ’ αυτή την ενέργεια:
«Οι εκδόσεις Κάκτος», λέει, «ξεκινούν από φέτος μια
νέα σειρά με τους μεγαλύτερους μέχρι σήμερα συγγραφείς του κόσμου, τους έλληνες
κλασσικούς. Η φιλοδοξία της σειράς αυτής είναι να διαβαστεί από το ευρύτερο
κοινό. Κάθε τόσο στην Ελλάδα ανακαλύπτουμε, τις περισσότερες φορές με μεγάλη
καθυστέρηση, έναν ξένο συγγραφέα, πότε γάλλο, πότε ιταλό, πότε ισπανό, πότε
λατινοαμερικάνο. Τότε μεταφράζονται μανιωδώς τα έργα τους κι εμείς οι
αναγνώστες τα αγοράζουμε εξίσου μανιωδώς.
Και οι έλληνες κλασσικοί συγγραφείς
παραμένουν πάντοτε άγνωστοι. Τόσο κοντινοί μας, τόσο οικείοι, αλλά ταυτόχρονα
και τόσο μακρινοί, πιο μακρινοί κι από τον τελευταίο λατινοαμερικάνο συγγραφέα
που ανακαλύψαμε. Ολόκληρη η αρχαιοελληνική λογοτεχνία είναι για μας τους
έλληνες άγνωστη γη. Πώς το καταφέραμε αυτό; Πώς δημιουργήθηκε αυτή η αποξένωση
και το δέος; Φταίει η σχολαστική, μουχλιασμένη και αποξηραμένη από κάθε χυμό
και αποστειρωμένη διδασκαλία τους στα γυμνάσια και στα πανεπιστήμια; Φταίει όλο
αυτό το άγονο πνεύμα της προσπάθειας να γραπωθούμε από τους αρχαίους «ημών»
προγόνους για να αποδείξουμε κι εμείς κάτι; Φταίνε οι ελάχιστες μεταφράσεις,
πολλές από τις οποίες, πιο δυσνόητες κι από το ίδιο το πρωτότυπο, μεγάλωσαν το
δέος και την απόστασή μας απ’ αυτούς; Όλα φταίνε και ίσως και άλλα.
Το γεγονός είναι πως τα έργα της αρχαίας ελληνικής
λογοτεχνίας δεν τα είδαμε ποτέ ως αναγνώσματα. Οι αρχαίοι έλληνες συγγραφείς
είναι καταχωρημένοι στο μυαλό μας περίπου σαν ονόματα δρόμων. Κι όμως,
αντιπροσωπεύουν έναν ολόκληρο κόσμο που σφύζει από ζωή, πνεύμα, χιούμορ, κάπως
αλλιώτικο, κάπως παράξενο, γοητευτικό, συγκινητικά ανθρώπινο και επίκαιρο.
Είναι σαν να γύρισε ένας διακόπτς, σαν να χάθηκε μια
αίσθηση του κόσμου που υπήρχε αλλιώτικη από τη δική μας.
Γιατί να μη γίνουν κάποτε και για μας οι έλληνες
κλασσικοί ανάγνωσμα; Γιατί να μην γνωρίσουμε αυτόν τον Μεγάλο κόσμο; Να τους
αγαπήσουμε και να τους πλησιάσουμε. Να τους ανακαλύψουμε κι αυτούς όπως και
τους ξένους (γιατί έχουν γίνει πιο ξένοι κι από τους ξένους για μας) χωρίς να
ζητάμε απ’ αυτούς τίποτα περισσότερο από μια πνευματική απόλαυση. Ούτε
προγονολατρείες, ούτε συντακτικές αναλύσεις.
Εκείνο που χρειάζεται είναι σύγχρονες μεταφράσεις
(τόσο στη γλώσσα όσο και στο πνεύμα) που να μην βαραίνουν και να μην τρομάζουν
τους αναγνώστες, μεταφράσεις σαν κι αυτές που διαβάζουν εκατομμύρια άνθρωποι σ’
όλον τον κόσμο εκτός από την Ελλάδα.
Σήμερα που οι κάθε είδους θρησκευτικοί δογματισμοί
καταρρέουν και ξαναρχίζουν έντονοι προβληματισμοί για την πορεία της Ευρώπης
και του κόσμου, η ανοιχτή και ανήσυχη ελληνική σκέψη περνά πάλι σε πρώτο πλάνο,
όχι για να δώσει έτοιμες λύσεις, αλλά για να μας κάνει να στοχαστούμε με
φρέσκο, σύγχρονο μυαλό πάνω στα μεγάλα ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο και τη
σχέση του με τον κόσμο». (Ιούνιος 1991).
Και σήμερα το Υπουργείο Παιδείας, δέχεται πρόταση
του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, να καταργήσει την διδασκαλία της
Αντιγόνης από το Λύκειο.
Η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων (ΠΕΦ) εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία εκφράζει την
αντίθεσή της για πρόταση αυτή. Οι φιλολόγοι εκφράζουν τους φόβους τους
καθώς την περσινή χρονιά δημιουργήθηκε σάλος με τις απόψεις
του πρώην υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη, σε ό,τι αφορά τη Γενοκτονία των Ελλήνων
του Πόντου και το Μικρασιατικό Ελληνισμό ενώ προωθήθηκαν αλλαγές για να
διδάσκονται συνοπτικά και να μην εξετάζονται στην Α' Λυκείου κεφάλαια για τον
Μινωικό και τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό.
«Η διδασκαλία της Αντιγόνης» αναφέρεται στην
ανακοίνωση, « δεν καταργήθηκε ούτε κατά την επτάχρονη δικτατορία, ενώ η
αγέρωχη στάση της ηρωίδας του έργου αποτέλεσε διαχρονικά παγκόσμιας εμβέλειας
πρότυπο που ενέπνευσε και εμπνέει την πολιτισμένη ανθρωπότητα».
Οι φιλολόγοι, που έχουν χτυπήσει «καμπανάκι» πολλές φορές στο υπουργείο
Παιδείας για τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών και της ιστορίας, διατυπώνουν
την ανησυχία τους, σχετικά με την επιχειρούμενη, σύμφωνα με πρόταση του
Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, κατάργηση του μαθήματος της Αρχαίας
Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας από το ωρολόγιο πρόγραμμα γενικής παιδείας
της Β΄ Λυκείου. Η Ένωση Φιλολόγων επισημαίνει τον «εξοβελισμό ενός ακόμα
εμβληματικού για την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης κειμένου, της Αντιγόνης
του Σοφοκλή, που μέχρι σήμερα διδάσκεται από το πρωτότυπο επί δίωρο σε όλους
ανεξαιρέτως τους μαθητές που φοιτούν στην αντίστοιχη τάξη» και υπογραμμίζει:
«Ελληνικό σχολείο όμως χωρίς τον Θουκυδίδου Περικλέους Επιτάφιο και χωρίς την
Αντιγόνη του Σοφοκλή είναι σχολείο με δυσαναπλήρωτο έλλειμμα παιδείας, χωρίς
ουσιαστική αγωγή δημοκρατίας, χωρίς μαθητεία στην αντίσταση απέναντι στις
αυθαιρεσίες της εκάστοτε εξουσίας και χωρίς ανάδειξη, ως υπέρτατης αξίας, της
αγάπης».
«Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΠΕΦ απορρίπτει ως απαράδεκτη την πρόταση του ΙΕΠ
και καλεί τους φιλολόγους και κάθε σκεπτόμενο και ευαίσθητο πολίτη της χώρας να
πλαισιώσουν την Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων και τους τοπικούς συνδέσμους
φιλολόγων στον κοινό μας αγώνα για την προάσπιση του ανθρωπιστικού χαρακτήρα
και των ποιοτικών παραδόσεων της παιδείας μας», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Δεν γνωρίζω ποιος άρρωστος νους έχει αυτές τις φαεινές
ιδέες και γιατί υιοθετεί την άποψη ότι τάχα η αρχαία ελληνική είναι μια νεκρή
γλώσσα. Λησμονώντας ότι η νέα ελληνική γλώσσα, προφορική και γραπτή, είναι
απόγονος της αρχαίας. Δεν είναι μια άλλη γλώσσα, είναι η ίδια η ελληνική μας
γλώσσα, έτσι όπως εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο. Και δεν καταλαβαίνω με ποια λογική
είναι υποχρεωτική η διδασκαλία δύο ξένων γλωσσών, όπως αγγλικά, γερμανικά ή
γαλλικά, αλλά η δική μας αρχαία γλώσσα που ενυπάρχει σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, πρέπει να
καταργηθεί. Υποθέτω πως πίσω από αυτές τις απόψεις και πεποιθήσεις κρύβονται
άδηλες και πονηρές προθέσεις: Να κρατήσουν οι κυβερνώντες και εξουσιαστές, τον
ελληνικό λαό μέσα στο σκοτάδι, τους νέους χωρίς εθνική ταυτότητα, ώστε να
περνάει ευκολότερα η κομματική προπαγάνδα, και να προβατοποιείται ώστε να
άγεται και να φέρεται από διάφορους τσαρλατάνους και απατεώνες της πολιτικής.
Τέλος με λυπεί αφάνταστα η διαπίστωση ότι η σύγχρονη
αριστερά, τις αξίες της οποίας αγάπησαν και υπηρέτησαν οι ελεύθεροι πολίτες
αυτής της χώρας, βρίσκεται σήμερα να κυβερνάει γυμνή από ιδεολογία, γυμνή από
πολιτισμό, αυτή, η αριστερά, που δημιούργησε πολιτισμό και είχε συγκεντρώσει
στο χώρο της όλη την αφρόκρεμα του πνευματικού,
επιστημονικού και καλλιτεχνικού κόσμου της νεώτερης Ελλάδας.
Αλλά βλέπεις, το γλωσσικό ζήτημα, για το οποίο
χύθηκε πολύ αίμα σε προηγούμενους αιώνες, δεν έληξε μετά τους πολέμους.
Υποβόσκει κάτω από την ήρεμη και αδιάφορη επιφάνεια, σαν ένα υπόκωφο κύμα που
αν φουσκώσει θα παρασύρει ότι έχει απομείνει από Ελλάδα…