9/18/16

Το βιβλίο πεθαίνει;



Αντιφατικά είναι τα μηνύματα για την τύχη της μεγαλύτερης εφεύρεσης του ανθρώπου, δηλαδή του γραπτού λόγου, που στην νεώτερη ιστορία ακούει στη λέξη «βιβλίο». Από τη μια διαβάζουμε ότι «η UNESCO επιλέγει την Αθήνα ως Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου 2018», από την άλλη ότι έκλεισε το μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο της Αθήνας, ο Ελευθερουδάκης, αλλά και ο Ιανός πνέει τα λοίσθια. Από τη μια ότι έχουν πέσει κατακόρυφα οι πωλήσεις βιβλίων, από την άλλη οι εκδόσεις τίτλων βιβλίων αυξάνονται και πληθύνονται.

Βιβλιοπωλείο μέσα σε θέατρο. Μπουένος Άιρες
Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που παραθέτει δημοσίευμα της «Καθημερινής», στις 28-2-016 (ρεπορτάζ Σάκης Ιωαννίδης): «Αν και το 2014 έκλεισε, π.χ., για τις εκδόσεις «Πατάκη», με μια μικρή αναπάντεχη άνοδο (+0,5%), το δημοψήφισμα του Ιουλίου «βύθισε» τη θερινή σεζόν του βιβλίου μειώνοντας τις πωλήσεις κατά 80%, όπως λέει η Άννα Πατάκη…
Ο εκδότης του «Μεταίχμιου», Νώντας Παπαγεωργίου, αναφέρει ότι «πριν από την κρίση ο τζίρος στην αγορά του βιβλίου πρέπει να ήταν περίπου 250 εκατ. ευρώ σε τιμές λιανικής. Σήμερα εκτιμώ ότι θα είναι περίπου στα 120 εκατ. ευρώ, ίσως λιγότερο. Δεν σημαίνει ότι πωλούνται τα μισά βιβλία, αλλά ότι μειώθηκαν οι τιμές λιανικής» τονίζει. Η μειωμένη αγοραστική δύναμη και το κυνήγι των προσφορών αποτυπώνεται και στα βιβλιοπωλεία. «Η πελατεία μας έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Αρκετοί πελάτες, 20-30 ετών, ψάχνουν προσφορές: παλιά φθηνά βιβλία, όπως Καμί, Μπουκόφσκι, Οργουελ. Περιμένουν ένα νέο βιβλίο να κάνει δεύτερη έκδοση για να βγει από την ενιαία τιμή και να γίνει πιο φθηνό» σημειώνει ο πωλητής του βιβλιοπωλείου «Πολιτεία», Γιώργος Θωμόπουλος».
Σύμφωνα με τους ανθρώπους του χώρου, η οικονομική κρίση, έπληξε και το χώρο του βιβλίου, όπως άλλωστε και όλες τις πνευματικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Εδώ δεν έχουμε να φάμε, λένε πολλοί, την τέχνη θα κοιτάμε; Ναι, αλλά η τέχνη, σε καιρούς χαλεπούς, αποτελούσε την «παραμυθία»-την παρηγοριά- των ταλαιπωρημένων και άρρωστων ψυχών.

Βιβλιοπωλείο μέσα σε αυλή. Μεξικό
Εμείς υποψιαζόμαστε ότι κάτι άλλο συμβαίνει, και μακάρι να πέφτουμε έξω: Είναι το διαδίκτυο και τα social media, που έχουν κάνει τους ανθρώπους να διαβάζουν λιγότερο, κι από την άλλη να ξεφυτρώνουν και να γράφονται βιβλία σαν μανιτάρια. Είναι οι δύο όψεις του νομίσματος.  

Το γράψιμο ενός βιβλίου σήμερα, είναι πανεύκολο. Ανοίγεις το ίντερνετ, γκουγκλάρεις οτιδήποτε και σου κατεβάζει μια ιστορία. Κάνεις copy paste, βάζεις και ολίγη σάλτσα από τα βιώματά σου, τους έρωτές σου, τις εμπειρίες σου, και νάσου ένα βιβλίο, το οποίο μέσα στο σωρό μπορεί και να γίνει best seller, αν κάτι κάνει κλικ στον εκδότη, ότι θα έχει εμπορική, φυσικά, επιτυχία. Έτσι ανθίζει η λεγόμενη «γυναικεία λογοτεχνία» που απευθύνεται σε κάθε πικραμένη από ερωτική απογοήτευση γυναίκα, σε κάθε γυναίκα που έχει ή είχε αποτυχημένες σχέσεις με το άλλο φύλλο- και φυσικά όλες οι γυναίκες έχουν τέτοια βιώματα, οπότε τι πιο εύκολο να ταυτιστεί με μιαν αφήγηση τύπου «βίπερ Νόρα». Βέβαια, αυτό δεν είναι λογοτεχνία, αλλά ανάγνωσμα. Όπως ανάγνωσμα είναι και η λεγόμενη «ιστορική λογοτεχνία». Βιβλία-νταμάρια που προκύπτουν από ένα κλικ στο google και από copy paste, γιατί η ιστορία είναι γεμάτη επιμέρους ιστορίες. Βάζεις και ολίγη σάλτσα αν έχεις μια δεξιότητα περιγραφική, και νάσου ένα  βιβλίο που μπορεί να γίνει best seller, αφού οι απαίδευτοι και αμόρφωτοι νεοέλληνες δεν έχουν ιδέαν από ιστορία-μαζί τους και η γράφουσα- οπότε μαθαίνουν ιστορία με τον τρόπο του παραμυθιού, όπως τα μικρά παιδιά. Βέβαια, αυτές οι ιστορίες πολύ απέχουν από τα παραμύθια, τα οποία είχαν φαντασία, πυκνά νοήματα και συμβολισμούς.

 Στις μέρες μας, ιδιαίτερα στην ελληνική λογοτεχνία, δυστυχώς η φαντασία είναι παντελώς απούσα. Οι νεοέλληνες συγγραφείς επιδίδονται στην περιγραφή κάποιων εμπειριών, βιωμάτων, ακουσμάτων, από το μικρό παγκόσμιο χωριό που λέγεται Ελλαδίτσα, χωρίς κανένα βάθος, χωρίς καμιά έμπνευση.
Έχουμε φύγει από τα προπολεμικά τέρατα της λογοτεχνίας, τον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη, τον Καρκαβίτσα, τον Λουντέμη, τον Καραγάτση, και μεταπολεμικά, την Άλκη Ζέη, τη Λιλή Ζωγράφου, τον Κώστα Ταχτσή, και τόσους άλλους. Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία έχει βέβαια κι αυτή σημαντικούς δημιουργούς, την Ιωάννα Καρυστιάνη, τη Ρέα Γαλανάκη, τον Βασίλη Αλεξάκη, τον Δημήτρη Ραπτόπουλο, αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρη αν τα δημιουργήματά τους θα αποκτήσουν διαχρονική αξία, αν θα συγκαταλεγούν στην κλασσική λογοτεχνία ή αν θα τα φάει η σκόνη στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Οι νεοέλληνες, δεν διαβάζουν πια βιβλία. Ασχολούνται στον ελεύθερο χρόνο τους με το να ποστάρουν διάφορες εξυπνάδες και αμπελοφιλοσοφίες στο facebook, και κυρίως φωτογραφίες που δοξάζουν την ασημαντότητά μας. «Η καλύτερή μου αμαρτία είναι η ματαιοδοξία». Με αυτή τη φράση έκλεισε το έργο «ο δικηγόρος του Διαβόλου» ο Αλ Πατσίνο, ο μέγας και πανταχού παρών σύγχρονος Διάβολος. Κι έτσι, τα βιβλία σωριάζονται μέσα σε αποθήκες, μερικοί βέβηλοι εκδότες τα κάνουν χαρτοπολτό αντί να τα δωρίσουν σε σχολικές βιβλιοθήκες για να καταπολεμηθεί ο σύγχρονος αναλφαβητισμός που ακούει στο όνομα facebook, ή τα πουλάνε σε καλάθια με ένα ευρώ, ιδίως τα μεγάλα κλασσικά αριστουργήματα των γιγάντων της ελληνικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ιδίως όσα δεν είναι «ευπώλητα»… Βέβαια, παρήγορο είναι το γεγονός ότι αυτά τα καλάθια προτιμούν οι νέοι αναγνώστες, και ότι η πατέντα του i-book δεν έπιασε. Αυτό δίνει μια ελπίδα ότι το χαρτί θα θριαμβεύσει στο τέλος, όταν θα έχει κατακαθίσει η μόδα του facebook… Αυτό ελπίζουμε τουλάχιστον, εμείς οι βιβλιοφάγοι… Οι καιροί αλλάζουν, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο, αλλά στο τέλος  ο άνθρωπος ξαναβρίσκει τον καλό εαυτό του, και στην προκειμένη περίπτωση τον πολυμήχανο, εξελικτικό του νου, με οδηγό τη δημιουργική φαντασία-η οποία εκλείπει παντελώς από τα σημερινά βιβλία. Εμείς δε μασάμε.  Είμαστε αισιόδοξοι. Η πολιτισμική κρίση και παρακμή, θα περάσει. Περαστικά μας.   
Βιβλιοπωλείο μέσα σε αυλή. Καλιφόρνια 
Βιβλιοπωλείο μέσα σε εκκλησία. Μάαστριχτ


Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».