8/24/16

Ο Έλληνας Κούρος της Νάξου


«Πάμε πάλι να προσκυνήσουμε» μου είπε η φίλη μου η ναξιώτισσα, που είχε αναλάβει να με ξεναγήσει στην πατρίδα της, την υπέροχη, μεγάλη και πλούσια Νάξο.
Το προσκύνημα θα γινόταν στο Φλεριό, και ο θεός που θα προσκυνούσαμε δεν ήταν άλλος από τον Κούρο των Μελάνων, ή αλλιώς, «Έλληνας».
Πριν επισκεφθώ τη Νάξο, είχα δει κάποιες φωτογραφίες αυτών των τεράστιων ημιτελών αγαλμάτων, που κείτονταν σε κάποιες γωνιές, παρατημένα στους αιώνες, αλλά άλλο είναι οι φωτογραφίες και άλλο το βίωμα.


Αφήνουμε λοιπόν το αυτοκίνητο και παίρνουμε το μονοπάτι, που διατρέχει περιβόλια και κήπους, αγκαλιασμένο από τα πλατάνια και τις καστανιές. Και φτάνουμε στον Κούρο των Μελάνων, ή αλλιώς «Έλληνα». Αυτό που ένιωσα βλέποντάς τον πεσμένο, ήταν κάπως μεταφυσικό. Σαν να ήταν ένας νέος ζωντανός που πέτρωσε. Τραυματισμένος, με σπασμένο το δεξί του πόδι, δεν μπόρεσε να φτάσει στον προορισμό του. Τον άφησαν εκεί οι άνθρωποι, κι αποκοιμήθηκε κάτω από τις φυλλωσιές των δέντρων, περιμένοντας κάποιον να τον αναστήσει. Φαντάστηκα ξάφνου ότι αν του μιλούσα στο αυτί, το οποίο δεν είχε σχηματιστεί ακόμη, θα μου απαντούσε. Σάμπως να ήταν ένα νεογέννητο, γιγάντιο παιδί, που το εγκατέλειψαν ορφανεμένο εκεί, όπου είχε βρει σπίτι και θετούς γονείς.
Μείναμε ώρες πολλές εκεί, στο περιβολάκι της οικογένειας που φιλοξενεί τον Έλληνα Κούρο. Η κυρά μας έφερε αυγά μάτια και καφέ. Τη ρώτησα αν μιλούσε τα βράδια με τον Κούρο, κι εκείνη μου είπε πως ναι. Και τι σου λέει, τη ρώτησα. Πηγαίνει το βράδυ στα μπαράκια, γυρνάει το πρωί αλλά δεν μπορεί να κοιμηθεί, δεν τον αφήνουν οι τουρίστες. Κάπως απογοητευτικό για τον έλληνα θεό Κούρο να πηγαίνει στα μπαράκια, αλλά έτσι είναι η ζωή, ο τουρισμός μαγαρίζει τη φαντασία και το μύθο.

Γυρνάμε λοιπόν στην πραγματικότητα της ιστορικής και αρχαιολογικής επιστήμης, και διαβάζουμε στον οδηγό της Νάξου για τον Κούρο των Μελάνων:

«Εμείς πηγαίνουμε στο Φλεριό ή στον «Έλληνα» όπου υπάρχουν αρχαία λατομεία. Η τοποθεσία πήρε αυτό το όνομα από τον «Έλληνα», τον αρχαϊκό Κούρο (7ος αι. π.Χ.) μήκους 6,40 μέτρων, που βρίσκεται ξαπλωμένος στο αρχαίο λατομείο, σήμερα στην άκρη ενός περιβολιού.
Αυτό το κολοσσιαίο μισοτελειωμένο άγαλμα -ο Κούρος- αφημένος στα λατομεία ανά τους αιώνες, όπως η Κόρη λίγο παραπάνω και ο Κούρος στον Απόλλωνα, είναι μοναδικά μνημεία στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής πλαστικής και βέβαια στην ιστορία της Νάξου. Οι αρχαιολόγοι λένε ότι τεχνικοί λόγοι, συνθήκες ζωής όπως ο θάνατος του πελάτη, ή πολιτικά γεγονότα, είναι οι αιτίες της εγκατάλειψής τους. Ο Λύγδαμις, μόλις επικράτησε, έκανε κατάσχεση σε όλες τις παραγγελίες των πλουσίων στα λατομεία. Σε λίγο, μη βρίσκοντας πώς να διαθέσει τα έργα, ξαναπούλησε μερικά απ’ αυτά στους παλιούς τους κατόχους. Αυτά τα κολοσσιαία αγάλματα ακολουθούν χρονικά μετά τα ομηρικά έπη που έδωσαν μια μορφή θεών πολύ διαφορετική από αυτή των παλιών χθόνιων θεών, που αποδίδονται με μικρά ειδώλια. Τώρα ο θεός είναι ανθρωπόμορφος, αλλά και «άνερος πολύ μέδων», πολύ ψηλότερος από έναν ψηλό άνθρωπο. Αυτή ακριβώς τη νέα αντίληψη εκφράζουν οι Κούροι που είναι αγάλματα θεών ή ηρώων.
Ο λαός ονόμασε τον Κούρο των Μελάνων «Έλληνα» γιατί προφανώς αντιπροσώπευε το «μεγάλο» και το «δυνατό» που μόνο με τον έλληνα ταυτιζόταν.
Αξίζει να προσέξει κανείς ότι ο Κούρος των Μελάνων βρίσκεται στην αποκλειστική προστασία της οικογένειας Κονδύλη, στην οποία ανήκει το φροντισμένο περιβόλι μέσα στο οποίο βρέθηκε. Ο Έλληνας, το μυρωμένο περιβάλλον αλλά και οι άνθρωποι του περιβολιού, συνθέτουν ένα χώρο μοναδικό».
Βέβαια, το ερώτημα είναι γιατί δεν απαλλοτρίωσε το κράτος αυτό το χώρο ώστε να τον εκμεταλλευτεί. Ωστόσο, κι έτσι δεν είναι άσχημα, η οικογένεια μέσα στην ιδιοκτησία της οποίας βρέθηκε ο Κούρος, in situ, δηλαδή σ’ αυτή τη θέση όπου βρέθηκε, διατηρεί μια μικρή ταβέρνα, όπου ο επισκέπτης θα πιεί ένα αναψυκτικό ή θα τσιμπήσει κάτι από το περιβολάκι τους, οπότε όλοι είναι ευχαριστημένοι (προφανώς ή απαλλοτρίωση θα κόστιζε στον κράτος τα μαλλιά της κεφαλής του και ως γνωστόν λεφτά δεν υπάρχουν).


Η ιστορία των Κούρων της Νάξου και τα αρχαία λατομεία

Στην ευρύτερη περιοχή του Φλεριού έχει εντοπιστεί ένας από τους δύο σημαντικότερους πυρήνες εξόρυξης ναξιακού μαρμάρου στην αρχαιότητα (ο δεύτερος βρίσκεται στην περιοχή Απόλλωνας).

Η περιοχή βρίθει καταλοίπων λατόμευσης (χαρακτηριστικά ίχνη αρχαίων λατομιών, όπως φάλκες, ορθογώνιες οπές σφηνών, σειρές μικρών κυκλικών οπών από βελόνι, πληθώρα λατύπης) και κυρίως,φιλοξενεί δύο ημίεργα ανδρικά γυμνά αγάλματα (κούρους) υπερφυσικών διαστάσεων, τα οποία χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 6ου ή τον 7ο  αι. π.Χ.
Τέτοιου μεγέθους έργα στην αρχαιότητα δουλεύονταν χονδρικά στο λατομείο (για να μην καταστραφεί κατά τη μεταφορά η τελική επιφάνειά τους) και ολοκληρώνονταν στον τόπο προορισμού τους.
Και στις δύο περιπτώσεις είναι προφανές ότι κατά τη μεταφορά τους από τις πλαγιές του λατομείου προς την κοιλάδα του ποταμού κάποιο ατύχημα έγινε αφορμή να σπάσει τμήμα τους (στον κούρο στο Φαράγγι στα σκέλη, στον κούρο στο Φλεριό στο δεξιό πόδι) με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθούν.
Η ατυχής έκβαση της μεταφοράς τους αναδεικνύει εύγλωττα τις δυσκολίες και την αγωνία των λατόμων της εποχής, που αναζητούσαν στο γειτονικό ιερό στις πηγές του Φλεριού στο πρόσωπο των γιγάντων Ώτου και Εφιάλτη παραστάτες στο επίπονο έργο τους. 

Ο Κούρος και η Κόρη των Μελάνων
 Δύο από τα χαρακτηριστικότερα αγάλματα- μνημεία όχι μόνο της Νάξου αλλά της Ελλάδας- είναι ο Κούρος και η Κόρη των Μελάνων που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή των Μελάνων. Τα δύο εντυπωσιακά αγάλματα βρίσκονται στην περιοχή Φλεριό, μετά το χωριό Μύλοι και πριν το χωριό Κυνίδαρος, που απέχει περίπου 9 χλμ από τη Χώρα. Ο Κούρος είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της Ναξιακής μαρμαρογλυπτικής. Έχει μήκος 6 μ. και έχει φτιαχτεί περίπου το 570 π.Χ. Πρόκειται για το ημιτελές άγαλμα ενός εφήβου που βρίσκεται «ξαπλωμένος» μέσα σε ένα περιβόλι και το ένα του πόδι είναι σπασμένο. Εκεί κοντά είναι το αρχαίο λατομείο και εικάζεται πως το πόδι του έσπασε κατά την μεταφορά του αγάλματος. Η Κόρη των Μελάνων (ή του Φαραγγιού) βρίσκεται περίπου 500 μ. πιο ψηλά από τον Κούρο. Υπολογίζεται ότι πρόκειται για νέα της ίδιας ηλικίας με τον Κούρο που μοιάζει και στα χαρακτηριστικά. Έχει εγκαταλειφθεί ψηλότερα στο βουνό, είτε λόγω κάποιου ατυχήματος, είτε λόγω ακύρωσης της παραγγελίας της ή ακόμη και γιατί μπορεί να ξέσπασαν πολιτικές ταραχές εκείνη την περίοδο.
Ο Κούρος του Απόλλωνα

Δυτικά και πάνω από το παραθαλάσσιο χωριό Απόλλωνα βρίσκεται ένα από τα δυο αρχαία λατομεία της Νάξου στα οποία πρωτοξεκίνησε η μεγαλύτερη τέχνη της αρχαιότητας, η μαρμαρογλυπτική. Οι «Κούροι» της Νάξου είναι οι αρχαιότεροι στον ελληνικό κόσμο και από το αρχαίο αυτό λατομείο του Απόλλωνα μεταφέρθηκαν στη Δήλο, αλλά και σε άλλα μέρη εκατοντάδες ημίεργα αγάλματα και μαρμάρινοι όγκοι, με γνωστότερα αυτά στις Μέλανες Νάξου. Στο αρχαίο λατομείο του Απόλλωνα έχει απομείνει ο υπερμεγέθης κούρος (11 μέτρα) του θεού Διονύσου, δεκάδες τομές στα μάρμαρα και πολλά κομμάτια από μέλη αρχιτεκτονικά, αλλά και απομεινάρια από ημίεργους κούρους.
Στην κορυφή του λόφου του λατομείου υπάρχει η επιγραφή «όρος χωρίου ιερόν Απόλλωνος» που χρονολογείται στον 5ο προς 4ο αιώνα π. Χ. και πιθανώς ανήκει σε ιερό του θεού που υπήρχε εκεί. Στο βουνό "Καλόγερος" ανατολικά του όρμου του Απόλλωνα κείτονται τα ερείπια του "κάστρου του Καλοέρου", που λειτουργούσε από την προϊστορική εποχή ως τους βυζαντινούς χρόνους και την τουρκοκρατία. Σώζονται ένας προϊστορικός πύργος με κυκλώπεια τείχη και μερικές από τις εγκαταστάσεις των βυζαντινών χρόνων (πύργοι, δωμάτια και δεξαμενές). Τελευταία εντοπίστηκαν τα απομεινάρια (παλιός μόλος) του "αρχαίου λιμανιού του Απόλλωνα" από το οποίο φορτώνονταν στην αρχαιότητα οι μαρμάρινοι όγκοι και τα αγάλματα για να μεταφερθούν διά θαλάσσης στη Δήλο και αλλού. Έχει εντοπιστεί επίσης το μαρμάρινο καλντερίμι πάνω στο οποίο μετέφεραν στη θάλασσα με το σύστημα της διολίσθησης τους μαρμάρινους όγκους για φόρτωση. Άλλα προϊστορικά κάστρα βρίσκονται στις περιοχές Μυρίση-Κανά και Γυναικόπετρα. (
Wikipedia).
Οι  Κούροι και η εξέλιξή τους (Wikipedia)
Οι Κούροι, για τις γυναίκες αντίστοιχα Κόρες, είναι αγάλματα -που εξελίσσονται σε αγαλματίδια μετά την μέση αρχαϊκή περίοδο (580 π.Χ.)  που δεσπόζουν στην ελληνική τέχνη. Οι Κούροι είναι γυμνοί, ενώ οι κόρες είναι ντυμένες. Η ονομασία προέρχεται από τη δωρική λέξη Κώρος που σημαίνει παιδί, ανδρόπαις, αρχαϊκός Απόλλων, νέος έφηβος, παλικάρι. Στην Ιωνική διάλεκτο ονομάζονταν Κούρος.
Οι Κούροι είναι εμπνευσμένοι από αιγυπτιακά πρότυπα, διαφέρουν όμως σημαντικά από αυτά. Γενικά, οι Κούροι έχουν αυστηρή μετωπικότητα, δηλαδή είναι φτιαγμένοι να κοιτάζουν κατά μέτωπον («κατ΄ενώπιον»), έχουν πλατείς ώμους και λεπτή μέση. Τα χέρια, με σφιγμένες γροθιές, είναι τεντωμένα και συνήθως κολλημένα στα πλευρά (σπάνια κάμπτονται οι αγκώνες). Το αριστερό πόδι φέρεται ελαφρά προς τα εμπρός· είναι η λεγόμενη «προβολή του Κούρου». Τα μαλλιά είναι μακριά με πολυάριθμους πλοκάμους στους οποίους υπάρχουν κόμβοι σαν μαργαριτάρια (μαργαριτόσχημα). Οι τεχνίτες έφτιαχναν τους βοστρύχους του μετώπου σαν να ήταν κοσμήματα, δηλαδή κατά τρόπο μάλλον συμβατικό. Αντίθετα με τους αιγυπτιακούς Κούρους, οι ελληνικοί Κούροι κατά τα 150 και πλέον χρόνια της παραγωγής τους διαρκώς εξελίσσονται, παράλληλα με την καλύτερη γνώση του ανθρώπινου σώματος. Σ΄ αυτό συνετέλεσε και το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένοι, γιατί ενώ οι Αιγύπτιοι δούλευαν δύσκολα σκληρές έγχρωμες πέτρες, οι Έλληνες με διαρκώς αυξανόμενη επιτηδειότητα επεξεργάζονταν τα μαλακότερα άσπρα ελληνικά μάρμαρα.
Η γυμνότητα των Κούρων δεν προσέκρουε στις συνήθειες της εποχής. Οι Κούροι έδωσαν αφορμή να διαδοθεί η γυμνότητα ευρύτερα στην τέχνη. Έτσι, ακόμη και για τους θεούς, τους ήρωες, τους μαχητές κτλ. η γυμνότητα αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό της αρχαίας ελληνικής γενικά τέχνης.
Συνοψίζοντας την πορεία της εξέλιξης των Κούρων μπορούμε να τονίσουμε ότι οι πρώτοι Κούροι αποδίδονται γεωμετρικά, συν τω χρόνω όμως  ξεφεύγουν από τα γεωμετρικά πλαίσια, αποκτούν πλαστικότητα, αλλά έχουν μια έκφραση «δαιμονική» (θεϊκή). Ακολουθεί το αρχαϊκό μειδίαμα και καταλήγει στα τελευταία αρχαϊκά χρόνια με τη σοβαρή έκφραση της πνευματικότητας. Έτσι η αρχαϊκή εποχή, περνώντας από τον αυστηρό ρυθμό, μας οδηγεί στη κλασσική περίοδο.

Πρώιμη περίοδος
Στην αρχή της εποχής των Κούρων τέλος 7ου αι. π.Χ. οι Έλληνες γοητεύονται από το μέγεθος του έργου. Έφτιαχναν Κούρους υπερφυσικού ύψους. Στα λατομεία της Νάξου ο ατέλειωτος Πωγονοφόρος Θεός έχει ύψος 11 μ. Ο κολοσσιαίος Κούρος της Δήλου έχει μέγεθος τετραπλάσιο του κανονικού. Ο κριοφόρος της Θάσου έχει ύψος 3,50 μ.. Επίσης υπερφυσικό μέγεθος έχουν και οι δύο Κούροι που βρέθηκαν στο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο.
Ο Κούρος του Σουνίου είναι από τα αρχαιότερα δείγματα αρχαϊκών Κούρων. Το αριστερό πόδι φέρεται λίγο προς τα εμπρός, όπως σε όλους σχεδόν τους Κούρους («η προβολή του Κούρου»), οι ανατομικές λεπτομέρειες διαγράφονται με αυλάκια, αιχμές κτλ δηλαδή είναι εντελώς διακοσμητικές, ενώ τα χέρια είναι τεντωμένα και κολλημένα στα πλευρά καταλήγουν σε γροθιές.

Ώριμη (μέση) αρχαϊκή περίοδος 580 - 540 π.Χ
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της μέσης ώριμης αρχαϊκής περιόδου είναι και το περίφημο αρχαϊκό μειδίαμα που εκφράζει με λεπτότητα και διακριτικότητα την άφατη αγαλλίαση του ανθρώπου προς το θαύμα του κόσμου που αντικρίζει.
Στην περίοδο αυτή εξέχουσα θέση κατέχουν οι Κούροι από το ιερό του Απόλλωνος στο Πτώο στη Βοιωτία: Ο Κούρος Ι (580 π.Χ.) που εκτίθεται στο Μουσείο Ακρόπολης και ο Κούρος του Πτώου ΙΙ που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, ( 570-560 π.Χ.), ο Κούρος της Βολομάντρας (Μεσόγεια Αττικής), ο Κούρος της Τενέας, όπου οι όγκοι έχουν περισσότερη ελευθερία, το βλέμμα είναι πιο συγκεντρωμένο, τα μαλλιά απλώνονται πίσω και το χώρισμα των βοστρύχων δείχνει την κορυφή του μετώπου.

Ύστερη αρχαϊκή περίοδος 540-480 π.Χ.
Στις αρχές του 5ου αιώνα οι Κούροι δεν μοιράζουν πια το βάρος τους στα δύο σκέλη, αλλά λυγίζοντας ελαφρά το ένα, αφήνουν το βάρος στο άλλο. Παρατηρείται μια μετάβαση από την στάση στην κίνηση. Αυτό το διαπιστώνουμε στο παιδί του Κριτίου (490- 480 π.Χ.) που ορίζει το τέρμα μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης, της κλασικής. «Είναι ο υπεύθυνος πολίτης της νεογέννητης δημοκρατίας που έχει το στοχασμό του άνδρα που κατέχεται από την τραγική ευθύνη της ελευθερίας του» σημειώνει ο Μανώλης Ανδρόνικος. Στην περίοδο αυτή συμπεριλαμβάνονται ο Κούρος του Μονάχου, αττικής προέλευσης (540 - 530 π.Χ.), ο Κούρος της Τζιάς (530 π.Χ.), ο Παις του Κριτίου, ο Κροίσος της Αναβύσσου και ο Αριστόδικος πάλι της Αναβύσσου.









Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».