Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πεδίον του Άρεως. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πεδίον του Άρεως. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

2/13/23

ΤΟ ΠΑΡΚΟ: Στα χρόνια της αθωότητας

 


Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Η επίσημη ονομασία του, το «Πεδίον του Άρεως». Στη δικιά μας, την παιδική γλώσσα, ήταν το Πάρκο. Με Π κεφαλαίο. Δυό βήματα από το σπίτι μας, οικογενειακό, τριώροφο, μεταπολεμικό, στην Κομνηνών και Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Το βλέπαμε από μακριά, όταν ακόμα δεν είχε γίνει Λεωφόρος η Αλεξάνδρας, κι όταν δεν μας  είχαν πνίξει ακόμα οι πολυκατοικίες.

Είχα πάρα πολλά χρόνια, δεκαετίες ολόκληρες, να πάω στο Πάρκο. Και ήρθε η ώρα, η καλύτερη, τώρα. Όπως ξαναγυρνάει ο εγκληματίας στον τόπο του εγκλήματος, αποφάσισα κι εγώ να ξαναγυρίσω στην ιδιαίτερη πατρίδα μου. Την Αθήνα. Και να ζήσω στο κέντρο της πρωτεύουσας, κοντά στο πατρικό μου σπίτι.

Πήγα λοιπόν στο Πάρκο ξανά. Και πίσω μου, σαν φαντάσματα, με ακολουθούσαν οι σκιές των αναμνήσεων της παιδικής μου ηλικίας. Δεν υπάρχει πιο δυνατή αίσθηση από τις μνήμες εκείνες, νομίζεις πως δεν πέρασε μια μέρα κι ας έχουν περάσει εξήντα τόσα χρόνια.

Ήταν οι εποχές της αθωότητας. Μπαίνοντας μέσα στη χρονοκάψουλα του παρελθόντος, αναβιώνουν όλες εκείνες οι αισθήσεις, και το παιδί, όταν ήτανε παιδί, αρχίζει να βλέπει εικόνες, να οσμίζεται μυρωδιές, να αγγίζει το χώμα, τη λάσπη και το νερό, και να ανασταίνει τον παππού.


Με τον παππού είχαμε μια σχέση αγάπης που δεν αναπληρώθηκε ποτέ ξανά. Θυμάμαι που μας πήγαινε βόλτα στο Πάρκο κάθε μέρα, με το καροτσάκι. Είχε κάνει μια πατέντα για να χωράμε κι εγώ κι ο αδερφός μου: είχε βάλει μια τάβλα οριζόντια στα δύο χερούλια του καροτσιού, κι από κάτω ξαπλωμένος ήταν ο αδερφός μου κι εγώ καθόμουν στην τάβλα. Περνάμε τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και παίρνουμε το-τότε-δρομάκι για το Πάρκο. Στο δρόμο ο παππούς μαζεύει από κάτω διάφορα πράγματα: σκουριασμένες πρόκες, πεταμένα κονσερβοκούτια, παραμάνες, λαστιχάκια, ότι μπορεί κανείς να φανταστεί, και τα κρεμάει γύρω γύρω στο καρότσι.. Σκουπίδια, αλλά για τον παππού χρήσιμα εργαλεία για τις πατέντες του. Η Αλεξάνδρας με τα μαρμαράδικα είναι πίσω μας.  Και νάσου, με το που προβάλλει  το καρότσι, ένα τσούρμο πιτσιρίκια, να τρέχουν πίσω μας και να φωνάζουν, «ο παππούς, ο παππούς!». Διότι ο παππούς ήταν κοινόχρηστος…


Φτάνουμε στο Πάρκο. Προσπερνάμε τους ανδριάντες των ηρώων του ’21, παραταγμένους στη σειρά, τους οποίους θαύμαζα από μικρή απεριόριστα, προσπερνάμε τις αλέες με τα φυτά, τα βότανα και τα λουλούδια και καταλήγουμε σε μια πέτρινη κρήνη, που την θυμάμαι σαν ένα βραχώδες γλυπτό με βρυσούλα. Δίπλα της ένα δένδρο, με απλωμένη φυλλωσιά που μας σκιάζει από τον δυνατό ήλιο. Κι εκεί ο παππούς μάς βγάζει τα σορτσάκια, τα φανελάκια και τα βρακάκια και μας αφήνει γυμνούς κι αμολητούς να παίζουμε με τα νερά της βρύσης και με τις λάσπες. Προβλεπτικός ο παππούς. Διότι, μετά το κατσάδιασμα που έχει φάει από τη μάνα μας, «πώς είναι έτσι τα παιδιά, μέσα στις λάσπες, και πώς θα πλύνω τώρα εγώ τα ρούχα τους, κάθε μέρα θα τα πλένω;»,  ξεμπέρδεψε με αυτό το πρόβλημα, κόβοντας τον γόρδιο δεσμό. Έτσι απλά. Κι εμείς με γυμνούλικα, άλλο που δεν θέλαμε.  Μαζί μας έπαιζε κι ένα κοριτσάκι, Παυλίνα  νομίζω το έλεγαν, με ξανθές μπούκλες, μια κουκλίτσα, κι ο αδερφός μου ερωτευμένος μαζί της.

Πολλά χρόνια μετά, μεγάλη πια, είχα τελειώσει το Πανεπιστήμιο, έγραψα στη μνήμη του αγαπημένου μου παππού, το παρακάτω ποίημα-εμπνευσμένο βασικά από τις βόλτες μας στο Πάρκο:


ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ*

 

Ο τελευταίος παππούς μας

Πέθανε προχτές

Η λύπη εδώ και χρόνια

Μόνο ένα κορμί μας μένει

Που αγαπήθηκε.

 

Ενενήντα χρόνια το βήμα του

Να τριγυρνάει τις αμμουδιές

Το κεφάλι του στη θάλασσα

Τα μαλλιά του ν’ απλώνονται

Ορίζοντας λευκόχρυσος.

Στο πάρκο μοίραζε περιστέρια

Και κολυμπούσε σε στέρνες με παιδιά

Γυμνός.

Έτσι όπως ξεπρόβαλε

Μέσα από την αγριάδα ξύλινων κουτιών

Στολισμένων

Απορούσαμε πώς χώρεσε

Μέσα σ’ αυτό το κιβούρι.

Απέσβετο και λάλον ύδωρ

-σημασία έχει το πώς πεθαίνεις.»

*(από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή μου «Ταξίδια στην Άσφαλτο»)

 


Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».