Ο Ανδρέας Εμπειρίκος
Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου
Κάτι σαν απολογισμός-απολογία…
Σε ώριμη πλέον ηλικία ούσα, εγώ η γράφουσα αυτές τις
γραμμές, η επονομαζόμενη «δημοσιογράφος», «συγγραφέας» και- τώρα στην τρίτη μου
ηλικία- «ποιήτρια», ανακάλυψα τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα. Τον γνώριζα ως
σουρεαλισμό (surrealism
γαλλιστί),
και δεν γνωρίζω αν η μετάφραση του τίτλου του μεγάλου αυτού πνευματικού και
καλλιτεχνικού κινήματος στα ελληνικά είναι ακριβής…
Ηθικός αυτουργός για την γνωριμία μου με τα δύο «ιερά
τέρατα» του σουρεαλισμού στη χώρα μου, ήταν το δικό μου προσωπικό άλμα, ή
στροφή 180 μοιρών-ως φαίνεται η μοίρα μου-από τον ξύλινο δημοσιογραφικό και τον
πεζό αφηγηματικό λόγο, στην ποίηση. Μ’ αυτήν γεννήθηκα, και μ’ αυτήν θέλω να
πεθάνω.
Χαζεύοντας λοιπόν την ασφυκτικά γεμάτη βιβλιοθήκη μου,
σε μια προσπάθεια να τακτοποιήσω το χάος, έπεσα πάνω τους: Εμπειρίκος,
Εγγονόπουλος.
Τους είχα και δεν γνώριζα τι θησαυρό είχα. Και κάθισα
και τους διάβασα. Τους ξεκοκκάλισα. Με έστειλαν. Πίσω στα παιδικά χρόνια της
αθωότητας, κι έπειτα στην έξαλλη εφηβεία, κι ακόμη παραπέρα στο απωθημένο
κομμάτι του εαυτού μου, εκείνο που έτρεχε από δω κι από κει χωρίς σταματημό, το
εργασιομανιακό εγώ μου. Με τους στίχους τους, με τις εμπειρίες της ζωής τους,
ταυτίστηκα. Προβληματίστηκα. Αναγεννήθηκα.
Και έμεινα με το στόμα ανοιχτό, διαβάζοντας την
ταραχώδη ζωή τους. Μαθαίνοντας ότι και οι δύο, φίλοι, σύντροφοι, συναγωνιστές
στα δύσκολα εκείνα χρόνια των πολέμων, είχαν μια κοινή, κρυφή πορεία. Πολέμησαν
και οι δύο για την πατρίδα, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες διανοούμενοι και
ποιητές. Το ίδιο πολέμησαν και για τις ιδέες τους. Και οι δύο πιάστηκαν
αιχμάλωτοι από εχθρούς και «φίλους» και δραπέτευσαν, γλυτώνοντας στην τρίχα τη
ζωή τους, με έναν τρόπο που θα άξιζε να γίνει ταινία.
ANΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: «Ο Δρόμος»
Με το ένα χέρι-και το μυαλό- κρατούσαν τη γραφίδα, και
με το άλλο το όπλο. Παρόλο που κάποιοι γραβατωμένοι κονδυλοφόροι της εποχής
τους λοιδωρούσαν και τους αποκαλούσαν «κουραμπιέδες». Και αντιμετώπισαν, και οι
δύο, δραματικές καταστάσεις θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος «το 1941 επιστρατεύεται δυο μήνες
πριν από το τέλος του αλβανικού πολέμου. Στα χρόνια του 1941-44 το σπίτι του
γίνεται καταφύγιο για πολλούς, μεταξύ των οποίων και του Ελύτη, ο οποίος
γράφει στα «Ανοιχτά χαρτιά»: «Οι τακτικές συγκεντρώσεις της Πέμπτης,
που κρατήσανε σε όλο το διάστημα της κατοχής, και ακόμη μετά την απελευθέρωση,
έμειναν ιστορικές…. Εκεί διαβάστηκαν για πρώτη φορά η Αμοργός του Νίκου
Γκάτσου, ο Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου… τα ποιήματα του
Νάνου Βαλαωρίτη, της Μάτσης Χατζηλαζάρου*, και πολλών άλλων νέων…
Εκεί… στριμωγμένοι σε καναπέδες, πολυθρόνες, καρέκλες, καρεκλάκια κι οπουδήποτε
αλλού βρίσκαμε, πολλές φορές χάμου, πάνω σε μαξιλάρια, παρακολουθούσαμε τον
οικοδεσπότη να διαβάζει με τη ζεστή, χαρακτηριστική φωνή του, όλα τα καινούργια
τότε έργα του, τα Γραπτά πρώτα-πρώτα, ύστερα το Αργώ ή Πλους
Αεροστάτου και τέλος, το τεράστιο, χιλίων σελίδων μυθιστόρημά του Ο
Μέγας Ανατολικός…»
Στο σπίτι του Εμπειρίκου κρύφτηκε το 1944 και ο Νίκος Εγγονόπουλος,
φίλος και συνοδοιπόρος του Εμπειρίκου στο κίνημα του υπερρεαλισμού.
Ο σκληρός
Δεκέμβρης του 1944 επιφυλάσσει στον Ανδρέα Εμπειρίκο μια τραυματική εμπειρία: Συλλαμβάνεται,
χωρίς καμιά συγκεκριμένη κατηγορία, από την Πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ (την ΟΠΛΑ),
ανακρίνεται και οδηγείται όμηρος μαζί με πολλούς άλλους, στην Κρώρα Βοιωτίας.
Αντιμετωπίζει θανάσιμους κινδύνους και κακουχίες, έως ότου καταφέρνει να
δραπετεύσει και να επιστρέψει σε κακή κατάσταση στην Αθήνα, όπου νοσηλεύεται
για κάποιο διάστημα.
Η Μάτση Χατζηλαζάρου και ο Ανδρέας Εμπερίκος
Αυτή την τραυματική εμπειρία αποτυπώνει, πλαγίως πλην
σαφώς, το γνωστό κείμενο της Οκτάνας, «Ο Δρόμος» («Τα
Γραπτά»-1964).
«Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές,
λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Τα αντικείμενα, τα
κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με
πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ’ έναν φράχτη
αλαλάζει.
Αμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν
κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές)αμέριμνος διαβαίνει,
και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων , στον
δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.
Οι διαβάται αμέτρητοι. Ανάμεσα σε
αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων,
όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντας σε κάτι, σε κάτι συχνά
πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντας στην Μοίρα), άλλοι πεζοί και άλλοι
μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής λογής, τροχήλατα ποικίλα, μες΄στην βοή διαβαίνοντας και την αντάρα, με Σιτροέν,
με Κάντιλλακ, με βέσπες και με κάρρα.
Ο δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο
ντυμένος, από παντού πάντα περνά- Αθήνα, Μόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο,
από τη Σάντα Φε ντε Μπογκοτά και τη Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Μάντρε Οριεντάλ
και τις κορδιλλιέρες, μέσα από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και τη Δωδώνη,
μέσα από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Αλαμάνας, καθώς και
αό άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο
γκρίζος Σηκουάνας.
Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά,
δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Καμιά φορά φωνές
ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι τη
βιάζουν, ή άλλες φορές άλλες φωνές-εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: «Στον τόπο!»
που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν
και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο
αυτόν, μοίρα κακή τους έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή
φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την
μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Οδυσσέα Ανδρούτσου, σαν νάταν ο
τόπος το Χάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Κιοσέ Μεχμέτ
ή του Ομέρ Βρυώνη-έτσι, καθώς από το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας με΄απ΄την
Νταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους
οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Ιγγλετέρας που στην Ελλάδα ήρθανε και αγιάσαν0 με
τα χατζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ώ Εδουάρδε Χέρμπερτ! Ω Βάϊνερ, ντε Μπόϋλ και Λόϋντ!) ώσπου να φθάσουν σε
σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα
βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Χρυσό κριάρια) για
λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρη) ενώ ο
χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το
θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, ( ώ Αρβανιτάκη Τάκο! Ώ Αρβανιτάκη
Χρήστο! Ώ Γερογιάννη και μαύρε εσύ Καταραχιά!) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή,
κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη….
Και οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που
συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των,
μπροστά στις κάνες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό
λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντας στη γή τα σώματά
των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γόνδολες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγου.
Και ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός,
σκληρότερος παρά ποτέ, σκυροστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο,
όποια κι αν είναι η χώρα, όποιο κι αν είναι το τοπείον, κάτω από σέλας αγλαόν
της αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών
εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Αγίων
Πάντων.» (Αθήνα, 23/1/1964)
"Αργώ" έργο του Νίκου Εγγονόπουλου
«Έφυγαν από την Κρώρα μεσημέρι 7/1/1945
και μετά 9 ώρες κοπιαστική πορεία, έφτασαν αργά την νύκτα εις Μουσταφάδες. Περί
τα 40 άτομα έχασαν τα παπούτσια τους σ’ αυτή τη διαδρομή, διότι κολλούσαν μέσα στις λάσπες. Ο ίδιος (ο Εμπειρίκος) περπατούσε
ξυπόλυτος, διότι αρχικώς κόλλησαν στη
λάσπη τα παπούτσια του και ύστερα δεν μπορούσε να τα ξαναβάλει, επειδή είχαν
τόσο πρησθεί τα πόδια του και ήταν τόσο πληγωμένα που από κει και πέρα δεν τα
ξανάβαλε. Από τους αφόρητους πόνους των ποδιών, καίτοι ένα χιλιόμετρο από τους
Μουσταφάδες, έπεσε σε ένα χαντάκι, όπου έμεινε την νύκτα, χωρίς να τον δουν οι
φρουροί, με βροχή και φοβερό κρύο….
Την επομένη συρώμενος έφθασε εις
Μουσταφάδες όπου έμαθε ότι προ ολίγου είχε απολυθεί η ομάς κατόπιν καταγγελίας
ότι εκυκλώθησαν αι Θήβαι από τους Άγγλους. Οι καπετάνιοι προφανώς επιθυμούντες να διαφύγουν πήραν τα βουνά και
εγκατέλειψαν τους ομήρους. Αυτό έγινε 8/1/1945. Από κει συρώμενος και εν μέσω
τρομερών πόνων στα πόδια του έφθασε βραδύτατα στο Σχηματάρι της εσπέραν της
ιδίας ημέρας (10 ώρες). Την επομένην εις Κακοσάλεσι ολημερής, βραδύτατη πορεία,
συρώμενος. Την άλλη μέρα κατά τον ίδιον τρόπο έφθασε εις Μαλακάσαν (10/1/1945)
όπου περιμαζεύτηκε από Αγγλικό αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού το οποίο τον
έφερε ως το σπίτι του στις 11 τη νύκτα της 10ης Ιανουαρίου»
*Από την εισαγωγή του Παντελή Μπουκάλα στη σειρά της
Καθημερινής «Έλληνες ποιητές»
*Η Μάτση Χατζηλαζάρου ήταν επίσης ποιήτρια και σύζυγος του Εμπειρίκου.