Alain Resnais, “Hiroshima Mon Amour”, (1959)
Της Τιτίκας-Μαρίας Σαράτση
«Ἥλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν». (Ηράκλειτος ο Εφέσιος , 544-484 περίπου)
«Ο ήλιος δεν θα
ξεπεράσει τα μέτρα του· αλλιώς οι Ερινύες, οι θεραπαινίδες της δικαιοσύνης, θα
τον ανακαλύψουν».
«...Νομίζω ότι αυτό που θα συμβεί στο μέλλον είναι ότι οι
δικτάτορες θα ανακαλύψουν... ότι αν θέλεις να διατηρήσεις την εξουσία επ'
αόριστον, θα πρέπει να έχεις τη συγκατάθεση των εξουσιαζομένων, αυτό θα
επιτευχθεί αφενός με τη
χρήση «ουσιών», όπως προέβλεψα στον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο» και αφετέρου με
τη χρήση των νέων τεχνικών της προπαγάνδας. Θα το επιτύχουν παρακάμπτοντας την «ορθολογική»
πλευρά του ανθρώπου και θα απευθυνθούν στο υποσυνείδητό του και τα βαθύτερα
συναισθήματά του, ακόμη και στη φυσιολογία του, θα τον εξωθήσουν να αγαπήσει
κυριολεκτικά την ίδια του τη δουλεία. Αυτός
είναι, νομίζω και ο κίνδυνος: ότι οι άνθρωποι θα είναι κατά κάποιο τρόπο
ευτυχείς ίσως υπό το νέο καθεστώς, αλλά σε συνθήκες υπό τις οποίες δεν θα
έπρεπε να είναι ευτυχείς». Άλντους
Χάξλεϊ, συνέντευξη στον Μάικ Γουάλας, 18/5/1958 (στο πλαίσιο της εκπομπής «Η
συνέντευξη του Μάικ Γουάλας» στο αμερικανικό κανάλι ABC).
« LOGOS»;; Η απορία της Δωροθέας ήταν εντελώς λογική: το σήμα
ήταν σχεδόν πάντα τρεις αριθμοί ή τρία λατινικά γράμματα. Η εξήγηση που της
είχε δοθεί από μικρούλα στη Σχολή ήταν ότι τα βλέμματα δεν πρέπει να
συναντιούνται. Ότι τη συνάντηση την προκαλεί ο εχθρός και ότι
χίλια-μύρια δεινά θα ακολουθούσαν. Δεινά που δεν θα επηρέαζαν μόνο την ίδια
αλλά και όλο τον πληθυσμό. Ποιος ακριβώς ήταν ο εχθρός κανείς δεν ήξερε και
ούτε ενδιαφερόταν να μάθει. Άλλωστε εδώ και πολλά χρόνια επικρατούσε ειρήνη,
έκτακτα μέτρα δεν υπήρχαν, υπήρχε πλήρης ελευθερία, η Σχολή λειτουργούσε
απρόσκοπτα και κανονικά και οι βιβλιοθήκες ήταν γεμάτες ψηφιακά βιβλία, ταινίες
και ηλεκτρονικά παιχνίδια, βέβαια δεν ήταν πολύ πολυσύχναστες, στο τέλος της
ημέρας όλοι ήταν πολύ κουρασμένοι,
κατάπιναν τα χάπια τους, έπιναν το ποτό τους και το μόνο που ήθελαν ήταν
να πάνε στις καμπίνες τους να κοιμηθούν.
Με τον υπερπληθυσμό και την
έλλειψη χώρου οι πανύψηλοι ουρανοξύστες ήταν απαραίτητοι, οι καμπίνες μέτριων
διαστάσεων και τα έπιπλα πολύ αναπαυτικά αλλά αραιά. Βέβαια αν η Δωροθέα μάθαινε την αλήθεια, θα καταλάβαινε
ότι εδώ υπήρχαν αντιφάσεις και ότι αν ο εχθρός ήταν τόσο αδύναμος, ποιος
λόγος υπήρχε να φορούν όλοι μεταλλικές, αόρατες στολές , απρόσβλητες και
αδιαπέραστες; Για ποιο λόγο μόλις γεννιόντουσαν τα παιδιά τα ανελάμβαναν οι
τροφοί και δεν τα άφηναν με τις βιολογικές τους μητέρες; Γιατί οι τοίχοι ήταν
αλεξίσφαιροι; Αν ήξερε για την επέμβαση στη φυσιολογία της θα έδινε
μεγαλύτερη σημασία στις «φήμες» ότι μπορεί η πρόσβαση στη γνώση να ήταν
ελεύθερη αλλά τα βιβλία ήταν κρυπτογραφημένα και ότι χρειαζόντουσαν ειδικοί
κώδικες για να αποκρυπτογραφηθούν, ειδικές λέξεις-κλειδιά για να αποκαλυφθεί το
πλήρες περιεχόμενό τους…
Από τη στιγμή που το
βλέμμα της είχε συναντηθεί με το βλέμμα του Αρμόδιου, τα δάκρυα στα μάγουλά της
έτρεχαν συνέχεια και το υπόλευκο φίλτρο που υποβοηθούσε την αποστροφή από το
βλέμμα του άλλου όλο και αραίωνε. Κόντευε
να διαλυθεί. Η Δωροθέα αισθάνθηκε ένα απαλό αεράκι να φυσάει στο πρόσωπό της
και αναστέναξε από ανακούφιση. Σκέφθηκε ότι αν έβγαζε την μεταλλική στολή θα
απαλλάσσονταν και από το βάρος που ένιωθε. Έτσι και έγινε. Και τότε
αποφάσισε να μη στείλει το σήμα κινδύνου από τον πομπό τον
εμφυτευμένο στον καρπό της. «LET THE MOTHER FUCKER BURN!» σκέφθηκε
επαναλαμβάνοντας τους στίχους του τραγουδιού που είχε ακούσει.: «BURN MOTHER FUCKER BURN!»
(Συνεχίζεται)