Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου
«Κλείσε μέσα ‘ς την ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθής μέσα σου να λαχταρίζη κάθε είδος μεγαλείου». Ο ποιητής… μήτε που ξεχωρίζει την εθνικήν ιδέα από την ιδέα τη γλωσσική. Δεν έχω τίποτε άλλο ς’ το νου μου, λέγει ο ποιητής, «πάρεξ ελευθερία και γλώσσα».*
Καθώς ανοίγω για χιλιοστή φορά το βιβλίο της ζωής μου,
με έντονα τα ίχνη του χρόνου στο σώμα του, το φθαρμένο δερματόδετο εξώφυλλο,
που αντέχει ακόμη παρόλα αυτά, τις σκισμένες και ξανακολλημένες σελίδες, την
υπογραφή της γιαγιάς μου «Αλκμήνη Ν. Αντωνοπούλου», και της θείας μου «Μυρτώ
Αντωνοπούλου 1947», αντικρύζω τον λατρεμένο μας Διονύσιο Σολωμό. Χώνομαι μέσα
στο νοητό του σώμα το χάρτινο, το γεμάτο φως και πνεύμα, μεταφυσικό σχεδόν… και
συλλογίζομαι πώς, τότε, που έγραφε τον «Ύμνο στην Ελευθερία» και τους «Ελεύθερους
Πολιορκημένους», έβλεπε την ιδιαίτερη πατρίδα του, μια φαντασιακή Ελλάδα, μέσα
από τον ρομαντισμό του ιταλικού αναγεννησιακού πολιτισμού όπου πέρασε ένα
μεγάλο μέρος της νιότης του πριν τον επαναπατρισμό του.
Και προσπαθώ να τον φανταστώ σήμερα, τι θα έβλεπε, πώς
θα ένιωθε, τι θα σκεφτόταν. Αλλά και πώς θα έγραφε. Στη σημερινή Ελλάδα, την άγλωσση,
κακομαθημένη, βολεμένη με τη φτήνια και την υποκουλτούρα. Την χορτασμένη από
υλικά αγαθά, όπου η διαφθορά ανθεί, την τόσο πεινασμένη στην ψυχή και στο
πνεύμα, την τόσο στερημένη από λαχτάρα μεγαλείου.
Βρισκόμαστε μέσα στο απλωμένο δίχτυ του
διαδικτύου. Μέσα στις κόγχες και τις
λακκούβες του. Μέσα στη σπηλιά μας. Πού και πού, βγαίνουμε από τη σπηλιά, βλέπουμε
με τα τηλεοπτικά μας μάτια ένα άλλο Μισολόγγι, εκεί στη Γάζα. Μα είναι τόσο
μακριά! Αχ, ας ήταν στην απέναντι ακτή, όπως το Μισολόγγι του Σολωμού! Βλέπουμε
κάπως πιο κοντά τα Τέμπη, το μακελειό, το εθνικό έγκλημα, το κουκούλωμα και τον ενταφιασμό των νεκρών
κάτω από σωρούς μπάζα, κι ακούμε τους γονείς. Και δακρύζουμε.
Μα ο Σολωμός δεν εδάκρυζε μόνον. Ήταν εκεί με ολόκληρο
το σώμα του. Και άκουγε, και φαντασιωνόταν την Ελλάδα του μεγαλείου, εκείνην
που εμείς απωλέσαμε.
… «Το Μισολόγγι! Του ηρωϊκού αποκλεισμού
του η αγωνία αντιχτυπάει ‘ς το λαό της Ζακύνθου. Οι αντίλαλοι των κανονιών, από
τα Μεσολογγίτικα ρήχη, ως εκεί φτάνουν. Από τα γυναικόπαιδα των Μισολογγιτών,
«θλιμμέν’ απομεινάρια της φυγής και του χαμού», γεμάτοι οι δρόμοι και τα
καντούνια της χώρας. Ο ποιητής σε μια πεζογραφική σελίδα του, περισωσμένη
απάντεχα, εμπνέει και ‘ς εμάς τη συγκίνηση που του γεννούσανε τότε τα πρόσωπα
και τα τριγυρίσματα εκείνα. Σε μια εξοχή της Ζακύνθου, προς το μεσημέρι, με το
άκουσμα των κανονιών, ο ποιητής πρόβαλεν από το σπίτι του και ‘ς ένα λόφο
ανέβηκε, και τα χέρια ύψωσε και δυνατά φώναξε: ‘Βάστα καημένο Μισολόγγι, βάστα!’.
Κι έκλαιγε. Κι ένα βράδυ αστρόφεγγο, ς’ τη ρίζα μιας ελιάς καθισμένος, έκοβε
την πολύωρη σιωπή του για να ειπεί του δούλου του: ‘Τι να γίνωντ’ εκεί κάτου
τώρα τ’ αδέρφια μας;’. Και ο δούλος τον είδε και τότε να δακρύζει. Κι άλλη μια
φορά ο αφέντης του έδωκε το φαγί του να το μοιράσει ς’ τους χωριάτες, λέγοντας:
‘Την ώρα τούτη πόσοι πεινάνε ς’ το Μισολόγγι! Δε θέλω περιστέρια!’. Κι έφαγε
ψωμί κι εληές.»*
Εμείς ξεχνάμε γρήγορα. Είμαστε παγιδευμένοι μέσα στον
ιστό του διαδικτύου. Είναι πλασματικός ο κόσμος μας, χαμένες οι τέσσερεις
αισθήσεις μας. Ναι, συμπονάμε. Ναι, δακρύζουμε. Όμως δεν μπορούμε να νιώσουμε
βαθιά, να κάνουμε τη συγκίνησή μας ποίημα, έργο, δημιουργία. Είναι γιατί μας έχουν αφαιρέσει το
αίμα της ψυχής μας, το συναίσθημα, την ενσυναίσθηση, την ταραχή, το θυμό για το
άδικο, την απόγνωση, την πράξη!
«Τι να γίνοντ’ εκεί κάτω τ’ αδέρφια μας;». Κι έπειτα
ανοίγουμε το χαζοκούτι, αδιάφοροι, νεκροί, νεκροζώντανοι, συμπάσχοντες στους
καναπέδες μας εκ του μακρόθεν, απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο, λέμε, στις
γιορτές τρώμε και πίνουμε, πετάμε χαρταετούς, γλεντάμε, περνάμε καλά,
κοιμόμαστε. Χωρίς όνειρα. Μια ζωή χωρίς όνειρα.
*Αποσπάσματα από την εισαγωγή του Κωστή Παλαμά στο
βιβλίο «Άπαντα τα ευρισκόμενα του Διονυσίου Σολωμού» (Βιβλιοθήκη Μαρασλή-ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ-ΤΥΠΟΙΣ
Π.Δ.ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ-ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΚΑΡΟΛΟΥ ΜΠΕΚ- 1901)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου