(από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου "Του Βυθού")
Η πατρίδα σου
Μια παρτίδα χαμένη στα ζάρια, στα καζίνο του κόσμου
Περιστεριώνες, ωραία ερείπια
Χωριά σπαρμένα στις κορφές των λόφων, χαράδρες και
ρεματιές
Στείρες, αγέννητες,
Δένδρα που ουρλιάζουν με τον αέρα να δέρνει τα
φυλλώματα
Να τους ρουφάει το αίμα
Να καίει τους χυμούς τους,
Η σκιά του πεζοπόρου να γίνεται βορά του ξενοδόχου
Το σπίτι το φτωχό σε μιαν αμμουδιά του Ομήρου
Να έχει πεθάνει
και τα φαντάσματα των ποιητών που το δοξάσανε σε χρόνους παλαιούς
να σεργιανούν αλύπητα αλυχτώντας μαζί με αδέσποτα
σκυλιά
με μισοπεθαμένα πουλιά
κρώζοντας, κραυγάζοντας
γυρεύοντας μια φωλιά, μια κουφάλα να κρυφτούν.
Τίποτα.
Κι όμως, υπάρχουν ακόμα ξωκλήσια σε κάποιες κορφές
Υπάρχουν απομεινάρια από θυμιατά
Από πιστούς που φοβισμένοι στέκουν, σκιές στο σκοτάδι
Των αιώνων και των ετών
Και του Μεγάλου Χρόνου
που καμπυλώνεται
σαν τα ρολόγια του
του Σαλβαδόρ.
Τίποτα. Μόνον η μνήμη του άνθους, η μυρωδιά του
γιασεμιού, του ιβίσκου, των κυμάτων, του κήπου δίπλα στη θάλασσα
Της μήτρας, της γης που γέννησε το δικό σου σύμπαν
Στείρας και βουβής.
Ξενοδοχεία, συγκροτήματα, resorts, all inclusive,
Και οι νεκροί, που φάγανε τη σάρκα των ονείρων σου,
των τόπων που αγάπησες
Και οι νέοι μελλοθάνατοι, ενσωματωμένοι βρικόλακες
Μέσα σε μαύρους καθρέφτες και σε ηλεκτρονικά βιβλία,
Σε πορτραίτα παρακμιακής ηδονής και σε σέλφι
Μπροστά σε θύρες του μέλλοντος κλειστές
Χωρίς ανάμνηση, χωρίς αισθήσεις, μόνο με κουμπιά και
μάτια
Γκρίζα μέσα στο μισοσκόταδο.
Τίποτα. Μόνο η μνήμη που καίει,
Μέχρι κι αυτή να γίνει ένα κούτσουρο καμένου δάσους
Καρβουνιασμένων αλεπούδων, ελαφιών, πουλιών,
Χωρίς φυλλώματα, άχρωμα,
Ο αιώνιος χειμώνας.
Χωριά του Πηλίου λασπωμένα, χαμένα για πάντα, νεκρά.
Κι εσύ να μην ξέρεις πώς να ζεστάνεις τα χέρια της
πατρίδας
Της νεκρής φύσης
Του πάμπτωχου παιδιού που χαμογελάει αμήχανα
Του παιδιού που παίζει τώρα αμέριμνο στην ακροθαλασσιά
Τραγουδώντας, μουρμουρίζοντας τις δικές του μικρές
προσευχές
Στο θεό, στη φύση, ξεχνώντας όλα εκείνα που μέλλει να
γεννήσουν τέρατα
Κι οι ποιητές να φεύγουν έντρομοι, ψάχνοντας για μια κιβωτό
Από ατσάλι φτιαγμένη, που θα πετάει μακριά προς το
άγνωστο σύμπαν,
Προς έναν νεκρό πλανήτη, να αναστήσει κάτι από όλα
αυτά
Που πληγώνουν τώρα τα όνειρά μας, τους εφιάλτες μας.
Και η Ελπίδα θα θυμάται, εκεί ήταν το σπίτι της,
εκεί το σχολείο της,
εκεί την πήγαιναν οι γονείς της τα καλοκαίρια,
εκεί έπαιζε πιάνο και τραγουδούσε μπαλάντες.
Τίποτα. Μόνο μια Ελπίδα κι ένα χέρι
να κρατάει το δικό σου
Σφιχτά, πηγαίνοντας προς τη χαμένη σου πατρίδα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου