2/17/22

ΛΑΟΚΡΑΤΗΣ ΒΑΣΣΗΣ: «ΙΟΚΑΣΤΗ/ΠΑΤΡΙΔΑ»

(Ανοιχτή συζήτηση- Το Εμφύλιο και το Μετεμφύλιο άγος)


(Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο)

Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

«Είμαστε έθνος με μακρά ιστορία και πολιτισμό, όχι χώρος. Έθνος-πατρίδα και όχι Χώρα-χώρος. Είμαστε παλαιό έθνος. Δεν είμαστε νέο έθνος, που προέκυψε εξωγενώς. Και στη περίπτωσή μας, είναι το έθνος που δημιουργεί κράτος και όχι το κράτος που δημιουργεί έθνος. Βαθιά συνείδηση της πολιτιστικής μας ιδιαιτερότητας, που συνίσταται μεταξύ άλλων στις προταγματικές μας αξίες, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, που είναι: ο λόγος, το κάλλος, το μέτρο, η αρμονία…-το φιλότιμο, η λεβεντιά, η φιλοξενία, ο καημός… Όλα αυτά  θα πρέπει να συνθέσουν μιαν αναγκαία εθνική στρατηγική, που θα μας βγάλει, ως Ελλάδα και Ελληνισμό από τη δύσκολη στενωπό των δίσεκτων καιρών μας».

Υπάρχουν ακόμη στη χώρα μας και στην ιστορία της θέματα που εξακολουθούν να είναι ταμπού, παρόλο που κοντεύει να περάσει ένας αιώνας από τα γεγονότα που την έγραψαν. Ένα από αυτά, που έπαιξε τεράστιο ρόλο για την εξέλιξή μας, ως έθνος και ως χώρα, είναι ο εμφύλιος. Ο οποίος ουδέποτε αναλύθηκε με τρόπο αντικειμενικό, καθώς το στίγμα του ταλαιπωρεί ακόμα και σήμερα το λαό μας.

Ο Λαοκράτης Βάσσης, με το βιβλίο του «Ιοκάστη/πατρίδα» που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutemberg , τολμάει να βάλει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, προσπαθώντας όχι μόνον να ερμηνεύσει την ιστορία του εμφυλίου, αλλά και να δώσει την συμβολή του στο ξεπέρασμα του «μετεμφύλιου άγους» που μας ταλαιπωρεί μέχρι και σήμερα .

Ο Λαοκράτης Βάσσης, δεν μένει σε διαπιστώσεις, αλλά  προτείνει με ποιόν τρόπο μπορούμε να απαλλαγούμε από το δηλητήριο του εμφύλιου σπαραγμού που μας ταλανίζει, σαν να έχει μπει μέσα στο DNA του συλλογικού μας σώματος.

Κι αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος από την παιδεία και τον διαχρονικό πολιτισμό μας, που κι αυτός έχει κατακερματιστεί, παραποιηθεί, διαστρεβλωθεί και  καπηλευτεί κι από τις δυο εμφύλιες πλευρές του ελληνικού ορίζοντα.

Το βιβλίο αυτό έχει μια πρωτοτυπία: Ξετυλίγει το  θέμα του, χρησιμοποιώντας αλληγορικά την τραγωδία της Αντιγόνης του Σοφοκλή, με την Ιοκάστη/πατρίδα και τα δύο της παιδιά, τα δύο αδέρφια του αρχαίου εμφυλίου, τον Ετεοκλή και τον Πολυνίκη, να συμβολίζουν τις δύο παρατάξεις της σύγχρονης εμφύλιας διαμάχης , παραθέτοντας επιχειρήματα και απόψεις, σε μια διαλογική συζήτηση ανάμεσα στην Αντιγόνη, τον Ορέστη, τον Νικήτα και τον Αέλαο (ο οποίος στην αρχαιότητα ήταν διπλωμάτης και ειρηνοποιός), για να καταλήξει στο δια ταύτα, δηλαδή πώς θα περάσουμε από το μετεμφύλιο άγος στην εθνική ενότητα και συμφιλίωση.



(Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο)

Στο προλογικό του σημείωμα ο συγγραφέας σημειώνει
:

«Τούτο το δοκίμιο, με τίτλο σηματοδοτικό της εθνικής συμφιλίωσης, με υπέρτιτλο δηλωτικό της διαλογικής του μορφής και με υπότιτλο προσδιοριστικό του θέματός του, είναι απόπειρα «ανάγνωσης» σελίδων της Εμφύλιας (1946-49) και της Μετεμφύλιας (1949-74) τραγωδίας μας.

Δεν είναι…μελέτη, με επιστημονικές ή άλλες απαιτήσεις και ζητούμενα. Αλλά, όπως δηλώνεται, ανοιχτή συζήτηση, με μοναδικό της κανόνα την αβίαστη και απροκατάληπτη, όσο γίνεται, κατάθεση απόψεων για ένα βαθύ εθνικό τραύμα. Που πόνεσε πολύ κι εξακολουθεί να νιώθει ακόμη υπόλοιπά του πόνου του η «ψυχή» του Τόπου μας.

Γιατί, όσο κι αν βοήθησε ο «πανδαμάτωρ χρόνος», δεν έχουμε ως τώρα φτάσει, με συνειδητή επιλογή, στην ουσιαστική εθνική συμφιλίωση. Αφόντας κατά μέρος την ύβρι περί «καλών» και «κακών» νεκρών του αδελφοκτόνου διχασμού μας και όλα τα μελανά της «συνακόλουθα».

Προσφεύγοντας στη διαλογική δοκιμιακή γραφή, καταθέτω μέσα από τα προσωπεία των συζητούντων δύσκολες ερμηνευτικές προσεγγίσεις του Εμφυλίου και του Μετεμφυλίου εθνικού άγους. Όπως, μάλιστα, συναντιούνται αυτές οι προσεγγίσεις με τους «καημούς της  Ρωμιοσύνης», που κουβαλάμε στις καρδιές μας.

Καθώς, μέσα από την αναφορά στη διχόνοια, ως οιονεί εθνική μας κατάρα, και τη γενικότερη θεώρηση της Εμφύλιας τραγικής «περιπέτειάς» μας, με όλες τις τοξικές της παρενέργειες, που, με τις έρπουσες μεταλλάξεις τους, φτάνουν ως τις μέρες μας, βρισκόμαστε μπροστά στα περισσότερα από τα μείζονα προβλήματα της «εθνικής μας μοίρας».

Οπότε, φωτίζοντας την Εμφύλια αιτιότητα, φωτίζουμε και τις βαθύτερες ρίζες της συνολικής μας «κακοδαιμονίας». Προσπαθώντας, μεταξύ άλλων, να «χωνέψουμε»: Πώς, ας πούμε, μεταπέσαμε από το Μεγαλείο του έπους του ‘40 και της Εθνικής Αντίστασης στην άβυσσο του Εμφυλίου, που οι οδυνηρές «προεκτάσεις» του (Μετεμφύλιος ζόφος, κράτος και παρακράτος της Δεξιάς, χουντική εφταετία0 κατέληξαν στην προδοσία της Κύπρου. Ή πώς ξοδεύτηκαν, με περισσή αφροσύνη, οι «παχυλές» δεκαετίες της Μεταπολίτευσης, για να οδηγηθούμε στη χρεοκοπία του 2010 και στη μετανεωτερική  αποικιοποίηση της χώρας μας.

Όπως, εντέλει, συνειδητοποιούμε, άλλο αντίδοτο θεραπείας απ΄τον «ιό» της εμφυλίου έριδος, μαζί και το άλλο αντίδοτο εξαγνισμού απ’ το Εμφύλιο και το Μετεμφύλιο άγος, πέραν του αξιακού αποστάγματος των αιώνων πολιτισμού του Ελληνισμού, δεν υπάρχει. Με την ενοποιό της ταυτοτικής μας υπόστασης πολιτιστική φιλοσοφία και τη συνακόλουθή της πολιτιστική στρατηγική, εμποτισμένες με το αξιακό άρωμα της πολιτιστικής διαχρονίας μας, να είναι το μεγάλο εθνικό ζητούμενό μας, σε τούτο το κρίσιμο για τον Τόπο μας, για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό, γύρισμα των καιρών μας…. Οι δέκα «κοινές εν-νοήσεις», στις οποίες καταλήγει η Ανοιχτή Συζήτηση,  συνιστούν, ως αναγκαία εθνική συνθήκη, απάντηση-πυξίδα σ’ αυτό το μεγάλο μας ζητούμενο».

(Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο)

Αυτό που είναι σημαντικό σ’ αυτό το βιβλίο, είναι ότι ένας άνθρωπος της Αριστεράς, τολμάει να ξεπεράσει αγκυλώσεις και ιδεοληψίες
του χώρου και να αποκαταστήσει τις αξιακές έννοιες της «πατρίδας» του «έθνους» και της ελληνικότητας, που ταλαιπωρήθηκαν τόσο από τη μία πλευρά (την Δεξιά) όσο και από την άλλη ( την Αριστερά). Η μεν πρώτη καπηλευόμενη τις έννοιες αυτές, η δε δεύτερη απορρίπτοντάς τις ως «φασίζουσες», μέχρι και σήμερα.

Ο μόνος τρόπος για να αποκατασταθεί η αξιακή ταυτότητα του έθνους και του λαού μας, όπως τονίζει ο συγγραφέας, είναι η συν-εννόηση και η εθνική συμφιλίωση, ώστε η μητέρα Ιοκάστη/ πατρίδα, να αγκαλιάσει και τα δύο παιδιά της- τον Ετεοκλή και τον Πολυνίκη-  με την ίδια αγάπη και την ίδια φροντίδα, αποκρούοντας τους εμφυλιοπολεμικούς διαχωρισμούς σε «καλούς» και «κακούς». Με την παραδοχή ότι για την εθνική μας τραγωδία, ευθύνονται όλοι οι «πρωταγωνιστές» της.

Και ο μοναδικός άξονας πάνω στον οποίον μπορεί να στηριχθεί αυτή η συμφιλίωση δεν είναι άλλος από την αποδοχή της  διαχρονικής αξίας του ελληνικού πολιτισμού, από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο, μέχρι και τους νεότερους χρόνους.  Έτσι ώστε να υπάρξει «κοινή κοίτη» ανάμεσα στις δύο «όχθες».

Σε ένα σημαντικό σημείο της συζήτησης, θέτει το πρόβλημα των δίπολων που ταλανίζουν την ιστορική πορεία της χώρας μας: «Αρχαιότητα- Βυζάντιο», «Δύση-Ανατολή», αντιφάσεις που βρίσκονται στην καρδιά τους διχασμού μας. Και σημειώνει ότι «η μαγαριστική καπηλεία των ιερών και οσίων του ελληνισμού, με την κακοποιητική, προσβλητική και δυσφημιστικά «ιδιοποίηση» τους από τη Χούντα, προκάλεσε στα μεταπολιτευτικά χρόνια μια αντανακλαστική απώθηση, αν όχι και απέχθεια, περισσότερο στους νέους, προς τις ίδιες τις αρχετυπικές ορίζουσες της ταυτοτικής μας υπόστασης. Κι όπου, προφανώς «στον αντίποδα των αρχετυπικών οριζουσών του Ελληνισμού και της αξιακής βάσης της ταυτοτικής μας υπόστασης, παν τι το εθνικό και ελληνικό, συνεργούντος και του προοδευτικοφανούς εθνο-αποδομητισμού, υπό τον μανδύα του…αντι-εθνικισμού, κατέστη ύποπτο, τουλάχιστον , εθνικίζοντος συντηρητισμού. Και αυτό κατέστησε ένοχη και ύποπτη την όποια αναφορά στο έθνος, την πατρίδα, τους προγόνους…»

Έτσι, «στη μεταπολίτευση, αρχίσαμε  σταδιακά να γλιστράμε από την εθνικιστική τύφλωση, με επιστημονικοφανείς και προοδευτικοφανείς…ιαχές, στην από-εθνοποιητική ατοπία…. Και περάσαμε από την ανάγκη θεραπείας των νοσηρών συμπτωμάτων της «προγονοπληξίας» στην παιδεία μας, στην άρνηση της ίδιας της αρχαίας παιδείας μας, στην πλήρη, τελικά, άρνηση της ίδιας της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους, υπό το πρίσμα ανιστόρητων εθνο-γενετικών θεωρήσεων… Όπου η απώθηση από ό,τι το εθνικό και ελληνικό, αλλά κι από τα βαριά «φορτία» της γλώσσας μας και του πολιτισμού μας, με κατίσχυση της λογικής της ευκολίας και της ελάσσονος προσπάθειας, ταυτίστηκε με την εκσυγχρονιστικοφανή μεταπολιτευτική «προοδευτικότητα»

(Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο)

Και παρακάτω, σε μια κριτική των σύγχρονων καιρών μας, αναφέρει:
«Γιατί περάσαμε καλά, είναι αλήθεια, οι γενιές της Μεταπολίτευσης, οι άφρονες, θα έλεγα, γενιές της Μεταπολίτευσης. Αλλά περάσαμε καλά με τη ρευστοποίηση «γραμματίων» του μέλλοντος και όχι από τα όποια περισσεύματα των κόπων μας. Χωρίς μάλιστα καμία «θεμελίωση», όπως έδειξε η χρεοκοπία της καταναλωτικής  μας «ευωχίας». Και…τα καταφέραμε, όχι μόνο να ξεπλύνουμε, μεταπολιτευτικά, τα «απόνερα» του εμφυλιακού και μετεμφυλιακού ζόφου, αλλά και να οδηγηθούμε στην άλλη όψη του αδιεξόδου μας, που είναι η τοξική θολούρα, με προοδευτικοφανείς και αριστεροφανείς «αντι-εθνικιστικές ιαχές», της από-εθνοποιητικής παγκοσμιοποίησης, όπου συμφύρονται ανίερα ο «νέο-ταξικός κοσμοπολιτισμός» και ο «μεταφυσικός διεθνισμός»…

Όμως, «το πώς μπορεί να αναδειχθεί και να εμπεδωθεί η ενοποιός πολιτιστική μας φιλοσοφία, είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα». Που προφανώς, η λύση του περνάει πρωτίστως από την παιδεία. «Από μια ποιοτική, βεβαίως, παιδεία, που διδάσκοντας εις βάθος Αντιγόνη (Σοφοκλής), Επιτάφιον Περικλέους και Παθολογία Εμφυλίου Πολέμου (Θουκυδίδης), χνηλατεί τις αξιακές κορυφώσεις των αιώνων του Ελληνισμού και ενσταλάζει το άρωμά της στις ψυχές των ελληνοπαίδων. Από τον Όμηρο και τους αρχαίους τραγικούς, δια του Όρκου του Δημοφάντους των Αθηναίων και του Ακάθιστου Ύμνου των Βυζαντινών, ως τον Ρήγα, τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο.»

Καταλήγοντας, επισημαίνει δέκα σημεία- (δέκα κοινές συν-εννοήσεις) ως βαση της εθνικής μας συνεννόησης,  αποδεχόμενοι, κατ’ αρχήν, «την καλπάζουσα δημογραφική κατάρρευση (επιδεινούμενη από τη φυγή-διωγμό των νέων μας) και την επικίνδυνη συρρίκνωση του Ελληνισμού στο σύνολό του. Τη βαθιά πολιτιστική μας κρίση, πνευματική-ηθική-αξιακή, που αγγίζει όλο και περισσότερο το ταυτοτικό και υπαρξιακό πολιτιστικό μας κύτταρο. Τη χρεοκοπία του 2010, ως ρήγμα στην ιστορική μας κανονικότητα».

Τέλος, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, όπως υποστηρίζει, ότι: «Είμαστε έθνος με μακρά ιστορία και πολιτισμό, όχι χώρος. Έθνος-πατρίδα και όχι Χώρα-χώρος. Είμαστε παλαιό έθνος. Δεν είμαστε νέο έθνος, που προέκυψε εξωγενώς. Και στη περίπτωσή μας, είναι το έθνος που δημιουργεί κράτος και όχι το κράτος που δημιουργεί έθνος. Βαθιά συνείδηση της πολιτιστικής μας ιδιαιτερότητας, που συνίσταται μεταξύ άλλων στις προταγματικές μας αξίες, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, που είναι: ο λόγος, το κάλλος, το μέτρο, η αρμονία…-το φιλότιμο, η λεβεντιά, η φιλοξενία, ο καημός… Όλα αυτά  θα πρέπει να συνθέσουν μιαν αναγκαία εθνική στρατηγική, που θα μας βγάλει, ως Ελλάδα και Ελληνισμό από τη δύσκολη στενωπό των δίσεκτων καιρών μας».

 

 


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».