Ένας γάμος. Η νύφη, ο γαμπρός, οι κουμπάροι, η μάνα,
ο πατέρας, ο αδελφός, η γυναίκα του αδελφού, το συγγενολόι, οι φίλοι, κοντινοί
και μακρινοί. Το τελετουργικό στον Ιερό Ναό του Αγίου Πέτρου, σε ένα μικρό
νησί, σε ένα μικρό χωριό μισή ώρα απόσταση από την πόλη. Το γλέντι, η
οινοποσία, κυκλωτικοί χοροί νησιώτικοι, μπάλος, αλλά και ζεϊμπέκικο και
τσιφτετέλι, στη γνήσια σεμνή τους μορφή, τίποτα στημένο, τίποτα δήθεν, τίποτα
υπερβολικό, καμιά επιδειξιομανία. Όλα απλά, ανθρώπινα, ζεστά. Η μουσική απαλή,
τίποτα θορυβώδες, κανένα κλαμπατσίμπαλο να τσιτσιρίζει και να κουφαίνει τα
αυτιά.
Ήταν ο καλύτερος γάμος που είχα πάει στη ζωή μου.
Καμία σχέση με εκείνους τους γεμάτους χλιδή και κιτς αθηναίικους γάμους. Ήταν
ένας γάμος στο χωριό. Στο χωριό μου.
Εγώ, ένα παιδί της μεγαλούπολης, υιοθέτησα
αυτό το χωριό, ή με υιοθέτησε εκείνο. Με υιοθέτησε ο παράδεισος.
Κι απέκτησα ξαφνικά ρίζες επίκτητες μα τόσο δυνατές
όσο να φτάνουν μέχρι τα γεράματά μου. Σε μια δίπατη μονοκατοικία με πετρόκτιστη
αυλή, με κήπο και αγρούς και ζωντανά, με μια ποικιλία ανθέων και φυτών σκέτο
φυσικό μουσείο, που φροντίζει και ποτίζει με τα χεράκια της η σπιτονοικοκυρά
μου, ο γιός της οποίας ήταν ο γαμπρός του περί ού ο λόγος γάμου.
Και έτσι εγώ, παιδί της μεγαλούπολης και του μπετόν
και της ασφάλτου, αγκαλιάστηκα από μια οικογένεια αγροτών και κηπουρών,
επίμονων, ακάματων, ζεστών όσο και ο ήλιος που καλούν για να μεγαλώσουν τα
σπαρτά τους κι από κει που ήμουν ορφανή και μονάχη μέσα σε ένα διαμέρισμα της
Αθήνας, βρήκα επιτέλους την ψυχή μου και τη φύση μου την πραγματική. Και
κατάλαβα τι σημαίνει αυτός ο νεολογισμός που έχουν εφεύρει οι πρωτευουσιάνοι
για να εκφράσουν την ξεχασμένη μας συλλογική υπόσταση: «Κοινωνική συνοχή».
Βλέποντας αυτούς τους ανθρώπους τους απλούς, πάντα
με το χαμόγελο στα χείλη, με την ευγένεια και την ψυχική μεγαλοσύνη, παρά τα
κουσούρια που κάθε ανθρώπινο όν φέρει μέσα του, που κι αυτά στο τέλος τα
αποδέχεσαι και τα αγαπάς, γιατί η αγάπη αυτό είναι, να αγαπήσεις και τα
ελαττώματα των άλλων όπως έκανες με τα δικά σου, ένιωσα τις ρίζες της γης και
της φύσης που εγκαταλείφτηκε σαν ορφανό παιδί από τους ανθρώπους των άστεων, οι οποίοι μετατράπηκαν σε
«αστούς» ντυμένους μόνο με ύλη ψεύτικη και στολίδια και χίλια δυο αγαθά και πλούτη
της ψευδαίσθησης, οι οποίοι έπειτα μεταλλάχτηκαν σε πτωχευμένους παρίες της
κρίσης και κυκλοφορούν φοβισμένοι και κατηφείς στις μεγάλες βρωμερές λεωφόρους
της πρωτεύουσας. Και ένιωσα επιτέλους άνθρωπος με την γαλήνη και την ηρεμία των
πρωινών τοπίων που στέκουν περήφανα έξω από το παράθυρο και των ωρών της δύσης
όταν ο ήλιος γίνεται μια αιμάτινη μπάλα και αιωρείται πίσω απ’ το βουνό μέχρι
που τον καταπίνει.
Και περνούν οι εποχές μπροστά απ’ τα μάτια μου και
εισβάλλουν μέσα στην καρδιά μου σαν σπόροι ευτυχίας αυτάρκεις και αυτοδύναμοι,
με τη διαφορετικότητά τους λες και είναι πλάσματα ζωντανά. Ο αέρας, ο καύσωνας,
η βροχή, η δροσούλα, το κρύο, τα χρώματα που ασφυκτιούν
μέσα στο βλέμμα μου και θέλουν να εκραγούν παίρνοντας χίλιες δυο μορφές σαν
μαγικά όντα βγαλμένα από ένα ανείπωτο παραμύθι, και είναι αυτός ο κόσμος ο
μικρός ο μέγας, είναι η αγαπημένη μου πατρίδα, είναι η προγονική μου και
μοναδική ταυτότητα.
Και κάθε εποχή έχει τα δικά της καλούδια, τις δικές
της συνήθειες, παγιωμένες μέσα στο διάβα του χρόνου, ο τρύγος, τα χειροσφάγια,
η συγκομιδή των ζαρζαβατικών, το κλάδεμα, το λίπασμα, το τάισμα και το
φρόντισμα των ζώων και των ζωών.
Και δίπλα τα παιδιά του σχολείου τιτιβίζουν και
ζουζουνίζουν σαν μελισσόπουλα στην αυλή και η καμπάνα της εκκλησίας κοντά στο
σπίτι αλυχτάει με τις μεταλλικές της γιγάντιες χορδές και καλούν τους χωριανούς
οι γιορτές και τα παιδιά χορεύουν και
τραγουδούν την παράδοση μαζί με τους μεγάλους, παίρνοντας την όψη της μνήμης
της άσβηστης των χρόνων της αθωότητας.
Αυτό είναι το χωριό μου. Και τίποτα πια δεν ζηλεύω,
και τίποτα δεν νοσταλγώ, γιατί αυτό που ζω είναι η ζωή, καθαρή και ασπέρουσα
σαν την όψη ενός παιδιού.
Και διαβάζω άλλον έναν παλιό φίλο, τον Αντώνη, που
βιώνει τη μνήμη την κρυμμένη βαθιά μέσα στις ρίζες της χώρας μας, από ένα παλιό βιβλίο, και λέω, αυτό
είναι η Ελλάδα, ζει ακόμη παρά τις πληγές που της άνοιξαν, που της ανοίξαμε,
και λέω, αυτό είναι η λεγόμενη «κοινωνική συνοχή», η επιστροφή στις
πατρογονικές ρίζες, στις αξίες της μάνας γης και της μεγάλης θεάς φύσης που
ξεκληρίστηκε άσπλαχνα από τα παιδιά της.
Μπήκε το φθινόπωρο και μας μιλάει μέσα από ένα
αριστουργηματικό κείμενο του Σπύρου Μελά, από το παλιό βιβλίο που βρήκε ο
Αντώνης. Διαβάστε το κι εσείς:
«Από τη ζωή
του υπαίθρου
Το
όργωμα
Ο ήλιος λάμπει πάνω από τα βρεγμένα χωράφια. Χαμογελάει
σαν βασιλιάς, ευχαριστημένος από τους ανθρώπους του. Τα φρεσκοπλυμένα πεύκα
δέχονται το φως του με πολλή χαρά. Στην άκρη από κάθε φύλλο τους λάμπει και από
μια δροσοσταλιά. Αγνάντια η θάλασσα στέλνει τη μυρωμένη αρμύρα της, να
ανταμώσει το μύρο του θυμαριού. Μέσα στην απέραντη γαλήνη φλώρια και καρδερίνες
και σπίνοι δοκιμάζουν τις φωνούλες τους σε νέους κελαδισμούς. Και πέρα στα
πλάγια το τσοπανόπουλο έβγαλε τα πρόβατα στη βοσκή και παίζει τη φλογέρα του.
Ο κυρ Πανάγος φτάνει με τον ψαρή και το ντορή και με
τ’ αλέτρι. Κρεμάει στο μεγάλο πεύκο το ταγάρι του με το μαύρο ψωμί, το τυρί και
τη ντομάτα και ακουμπάει στη ρίζα του το σταμνί με το νερό και όλα τα
χρειαζούμενα.
Ψάχνει ο κυρ Πανάγος για τα παλιά σημάδια των
αυλακιών μέσα στο χωράφι. Μα πριν αρχίσει το έργο του, βγάζει το σκούφο του και
κοιτάζει τα ουράνια. Κοιτάζει θαρρετά, σαν κάποιο γνώριμο να βλέπει ψηλά στη
γαλάζια σκέπη τ’ ουρανού. Κάνει το σταυρό του τρεις φορές:
-Ευλογημένη η χρονιά!...
Και βάζει πάλι το σκούφο του στην ασημένια κορυφή
του.
Φτύνει στις δύο παλάμες του τις ροζιασμένες από τη
δουλειά, πιάνει γερά τα’ αλέτρι από τη χειρολάβα και μιλάει φιλικά με τους
συντρόφους του:
-Άιντε, ψαρή μου.
Έλα, ντορή μου. Τράβα.
Αρχίζει το όργωμα της γης. Αυλάκια βαθιά χαράζονται
στο χώμα. Σε λίγο λάμπει από τη χαρά και από τον ιδρώτα το μέτωπο του κυρ
Πανάγου. Λάμπουν και των αλόγων τα καπούλια σαν ατσάλι, κι εκείνα φιλότιμα
προβαίνουν και στ’ όργωμα ξοδεύουν όλη τη δύναμή τους.
Αγναντεύω με θαυμασμό το γερο-ξωμάχο και όλο τον
βλέπω να μεγαλώνει παράξενα στα μάτια μου. Όλα τα άλλα μου φαίνονται μικρά
μπροστά του. Μικρή η πολιτεία πέρα με τη μάταιη βουή της. μικροί οι κύριοι και
οι κυράδες που περνούν με χάχανα στ’ αυτοκίνητα. Μικροί οι αμκαμάτηδες, που
βγαίνουν στα χωράφια για περίπατο. Μόνο ο γεο-ξωμάχος είναι αληθινά μεγάλος. Ο
ήλιος χρυσώνει το ψημένο μέτωπό του. Και ο πρωινός αέρας μπαίνει από το ανοιχτό
του στήθος και χαϊδεύει το κορμί του, κορμί σφιχτό σαν πουρνάρι. Τα μάτια του
ξεγελιούνται από τη χαρά και βλέπουν από τώρα τα ολόξανθα στάχυα να κυματίζουν,
στολισμένα με πλήθος παπαρούνες ολοκόκκινες. Και όλο μιλάει φιλικά με τους
συντρόφους του.
-Άιντε, ψαρή μου. Έλα, ντορή μου. Τράβα.
Στη μέση στο χωράφι υψώνεται το γιγάντιο πεύκο. Τον
καρτερεί για μεσημέρι. Στον ίσκιο του θα ξεϊδρώσει, θα φάει και θα γείρει. Θα
έχει για προσκέφαλο τα μυρωμένα χαμόκλαδα του σχοίνου.
Στέκω και τον θαυμάζω άλλη μια φορά. Γυρίζει και με
βλέπει. Βγάζω το καπέλο μου.
-Γειά σου, μου λέγει, απλά, νομίζοντας πως τον
καλημερίζω.
Μα δεν ήταν καλημέρισμα αυτό που έκαμα. Ήταν κάτι
ανώτερο. Θέλησα να δείξω το σεβασμό μου στο γερο-ξωμάχο. Κι έβγαλα το καπέλο
μου, όπως το βγάζουν στην εκκλησία.
Κατά τον Σπύρο Μελά»
|
Από το γάμο του Γιώργου και της Μαρίας. Να ζήσουν ευτυχισμένοι |