Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνική επανάσταση 1821. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνική επανάσταση 1821. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10/22/21

H AYΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ-ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

 


Εντελώς τυχαία, κάποια στιγμή που τακτοποιούσα τη βιβλιοθήκη μου, βρήκα κάποια παλιά βιβλία που κληρονόμησα από τη βιβλιοθήκη της γιαγιάς μου της μακαρίτισσας. Φθαρμένα με τα ίχνη του χρόνου απάνω τους, αλλά και με τη σάρκα της αιωνιότητας ως προς την ουσία τους. Δερματόδετα, πολλά με χρυσές μπορντούρες γύρω από τους τίτλους στη ράχη, εκδόσεις του 1930 ή του 1940, ποτισμένες με τα ίχνη της ιστορίας και με τα πάθη των ανθρώπων που την έγραψαν. Ξετρύπωσα λοιπόν, αμέσως μετά από τη διάλεξη της ιστορικού Μαρίας Ευθυμίου στο Θέατρο Απόλλων της Σύρου- η οποία μου έδωσε το πνευματικό έναυσμα γι αυτή την εργασία- πολλά βιβλία αναφερόμενα στην περίοδο του 1821 και μετά, γραμμένα από το χέρι είτε των ιδίων των πρωταγωνιστών της επανάστασης είτε από βιογράφους τους. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για σπάνια ντοκουμέντα. Ένα από αυτά, είναι η «Αυτοβιογραφία του Ιωάννου Καποδίστρια», το οποίο αποτελεί στην ουσία ένα μεγάλο υπόμνημα που έγραψε ο Ιωάννης Καποδίστριας το 1826 στον Τσάρο της Ρωσίας Νικόλαο όταν αποφάσισε να παραιτηθεί από την υπηρεσία του, εξ αιτίας διαφωνιών του με την ρωσική πολιτική απέναντι στο ελληνικό ζήτημα.

Πρόκειται για ένα πόνημα όπου ο Καποδίστριας εκθέτει όλη του την πολιτική και διπλωματική  σταδιοδρομία ως αντιπρόσωπος και σύμβουλος του  Τσάρου Αλέξανδρου και στη συνέχεια γραμματέας του Υπουργείου εξωτερικών της Ρωσίας. Στο υπόμνημα αυτό, ο Καποδίστριας προσπαθεί να κρατήσει λεπτές ισορροπίες ώστε να μην θίξει την αυτοκρατορική Ρωσία την οποίαν υπηρετούσε,  αλλά και να μην την εκθέσει σε ξένα συμφέροντα, βλάπτοντας ταυτόχρονα την πατρίδα του  και την υποστήριξη του αγώνα των ελλήνων για ελευθερία και ανεξαρτησία από τον τουρκικό ζυγό. Κρίσιμο σημείο στην πορεία του και τις επιλογές του, υπήρξε η υπαναχώρηση του Τσάρου από την υποστήριξη της μαχόμενης και επαναστατημένης Ελλάδας και η άρνησή του να έρθει σε ρήξη με την Οθωμανική κυριαρχία, φοβούμενος τις αντιδράσεις των υπολοίπων ξένων δυνάμεων.


Μέσα από το υπόμνημα αυτό, ξεδιπλώνεται ολόκληρη η κατάσταση της Ευρώπης την εποχή μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ, οι ανακατατάξεις και τα γεγονότα που διαμόρφωσαν την ιστορία όχι μόνον των ευρωπαϊκών εθνών,  αλλά και της ίδιας της δημιουργίας του ελληνικού ανεξάρτητου κράτους, του οποίου υπήρξε ο Καποδίστριας υπήρξε πρώτος κυβερνήτης.

Μέσα από τα λόγια του, είναι σαν να ενσαρκώνεται αυτός ο μεγάλος έλληνας  πατριώτης  και σπουδαίος διπλωμάτης. Είναι σαν να βλέπουμε την αγωνία του για την τύχη και τα βάσανα του υπόδουλου ελληνικού λαού. Οι προσπάθειές του να πείσει τον Τσάρο Αλέξανδρο, να συγκρουστεί με τους Τούρκους και να βοηθήσει τον αγώνα των υπόδουλων λαών της βαλκανικής και κυρίως των Ελλήνων, απέβησαν άκαρπες. Κι ακόμα, αποκαλύπτονται από τα όσα γράφει στην αυτοβιογραφία του, όλα τα γεγονότα τα οποία προηγήθηκαν και προκάλεσαν την επανάσταση του 1821.





Τα αποσπάσματα που ακολουθούν από την «Αυτοβιογραφία» του επελέγησαν με γνώμονα τις αναφορές του στο ελληνικό ζήτημα.

Ο Καποδίστριας γεννήθηκε το 1776 στην Κέρκυρα. Το 1803, σε νεαρή ακόμα ηλικία, γίνεται έκτακτος επίτροπος της Κυβέρνησης των Ιονίων Νήσων. Το 1807 τα Επτάνησα  παραχωρήθηκαν στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη και στη συνέχεια στην Μεγάλη Βρετανία. 

Το 1808 με μεσολάβηση του πατέρα του μεταβαίνει στη Ρωσία και ο Τσάρος Αλέξανδρος τον διορίζει γραμματέα και σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, στη συνέχεια Υπουργό της Εκτελεστικής εξουσίας.

Όπως γράφει, «αι σχέσεις μου προς τους Έλληνας της Ηπείρου, της Πελοποννήσου και του Αιγαίου, χρονολογούνται αφ’ ής εποχής, υπηρετών την πατρίδα μου, υπηρέτουν συγχρόνως και την Ρωσίαν επί τω μεγάλω σκοπώ να προφυλάξω την Ελλάδα από τους πειρασμούς της γαλλικής πολιτικής. Χάρις εις τα ισχυρά μέσα, άτινα η γενναιόδωρος πολιτική του Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου έθετεν εις την διάθεσιν της Ιονίου Κυβερνήσεως, μοι ήτο εύκολον να εκπληρώσω το καθήκον τούτο, διεγείρων εν τη γενναία και εξόχως χριστιανική ψυχή των αρχηγών της Ελλάδος τα έμφυτα εις αυτούς αισθήματα και πείθων αυτούς περί του ότι μόνη η Ρωσσία είχε την δύναμιν και την θέλησιν να βελτιώσει βαθμηδόν την τύχην των…»



 

Τον Ιανουάριο του 1809 φτάνει στην Πετρούπολη και διορίζεται από τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο σύμβουλος του Κράτους. Δυό χρόνια αργότερα επιδεινώνεται η υγεία του και οι γιατροί τον συμβουλεύουν να μεταβεί σε άλλη χώρα για ανάρρωση. Ο ίδιος  ζητάει να διοριστεί στην πρεσβεία της Βιέννης όπου και μετέβη τον Σεπτέμβριο του 1811, ως υπεράριθμος υπάλληλος. «Έζησα εν Βιέννη όπως  και εν Πετρουπόλει, ασχολούμενος αποκλειστικώς περί την μελέτην. Δεν επεζήτησα δε γνωριμίας και σχέσεις πλην των Ρώσων οίτινες διέμενον εκεί ως ταξιδιώται και των Ελλήνων οίτινες ήσαν εγκατεστημένοι εν τη πρωτεύουσα ταύτη».

Εντωμεταξύ στις περιοχές της Βεσαραβίας (στα σημερινά Βαλκάνια) έβραζε ο τόπος από εξεγέρσεις κατά του οθωμανικού ζυγού με πρώτους τους Σέρβους το 1804 η εξέγερση των οποίων κατεστάλη.

Ολόκληρη  η Ευρώπη, βρισκόταν τότε σε αναταραχή, με τους ναπολεόντιους πολέμους να δημιουργούν εθνοτικές ανακατατάξεις. Προκειμένου να ανακόψουν την πορεία του Ναπολέοντα, οι μεγάλες δυνάμεις, Μ. Βρετανία, Αυστρία και Ρωσία, συγκροτούν συνασπισμό ο οποίος ονομάζεται Ιερά Συμμαχία.

Η προτομή του Καποδίστρια στο κέντρο της Ζυρίχης

Ο Τσάρος  Αλέξανδρος αναθέτει στον Καποδίστρια ειδικές διπλωματικές αποστολές . Τον στέλνει στην Ελβετία-κάποια καντόνια της οποίας είχε κατακτήσει η Γαλλία- με σκοπό «να διαφωτίσομεν τους ιθύνοντας της Ελβετίας περί των πραγματικών συμφερόντων της πατρίδος των και να τους πείσωμεν βαθμηδόν να ταχθούν μεθ’ ημών.».  Με αυτή την αποστολή μεταβαίνει ο Καποδίστριας στην Ζυρίχη  τον Νοέμβριο του 1813. Από τη θέση του πληρεξούσιου Υπουργού του Τσάρου, ο Καποδίστριας  προβαίνει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις: δημιουργεί  το ελβετικό Σύνταγμα και βάζει τις βάσεις για το ελβετικό πολιτειακό ομοσπονδιακό σύστημα με αυτόνομα κρατίδια-καντόνια, το οποίο ισχύει και σήμερα. Γι αυτό το λόγο θεωρείται ο πρώτος επίτιμος πολίτης της Ελβετίας και η βλέπουμε την προτομή του στημένη σήμερα στο κέντρο της Ζυρίχης.

Μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ, γίνονται διαπραγματεύσεις, διαβουλεύσεις και ανακατατάξεις στον ευρωπαϊκό χάρτη, που θα δημιουργήσουν νέα καθεστώτα και συστήματα. Στις Συνθήκες των Παρισίων, του Βουκουρεστίου, της Βιέννης, και του Τιλσίτ,  ο Καποδίστριας λαμβάνει ενεργό μέρος, ως διπλωματικός αντιπρόσωπος της Ρωσσίας. Τα Ιόνια νησιά με τη Συνθήκη των Παρισίων περνάνε στα χέρια των Άγγλων. «Η προκαταρκτική συνθήκη και τα διαδοχικώς υπογραφέντα υπό των συμμάχων δυνάμεων πρακτικά παρεχώρουν εις την Αγγλίαν το δικαίωμα της στρατιωτικής κατοχής των Νήσων.» γράφει. «Παρετήρησα τούτο προς την Αυτού Αυτοκρατορικήν Μεγαλειότητα, εκφράσας Αυτή την ζωηράν λύπην ήν μοι προυξένησεν σύμβασις τόσον ολίγον σύμφωνος προς την δικαιοσύνην και τα δικαίας ελπίδας των Επτανησίων. Ο Αυτοκράτωρ μοι απήντησεν ότι αι σχετικαί προς την τύχην της πατρίδος μου διαπραγματεύσεις θα διεξήγοντο εν Βιέννη και θα ανετίθεντο εις εμέ. Μεγαλειότατε, του είπα, ουδέν θα επιτύχωμεν. Οι Αγγλοι είναι κύριοι της Μελίτης και διατηρούν φρουράν εν Κερκύρα. Γνωρίζουν ότι ουδείς θα κάμη πόλεμον δια να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν την Κέρκυραν.»


Το 1814 ο Καποδίστριας μεταβαίνει στη Βιέννη για να προετοιμάσει την εκεί Σύνοδο. Μεταφέρει στον αυτοκράτορα Αλέξανδρο υπόμνημα του μητροπολίτη Ιγνατίου, αναφερόμενο στα αποτελέσματα της συνθήκης του Βουκουρεστίου, όπου «ετονίζετο η επείγουσα ανάγκη να μη εγκαταλειφθούν εις την δύσμοιρον αυτών τύχην οι χριστιανοί της Ανατολής»… Ο Αλέξανδρος απάντησε: «Τι δυνάμεθα να πράξωμεν κατά την στιγμήν ταύτην, όπως αποδείξωμεν την συμπάθειαν ημών προς τους Έλληνας; Εν Βιέννη ουδέν εκ των ζητημάτων των δύναται να ρυθμισθεί και ότιδήποτε αποπειραθώμεν να πράξωμεν, θα επέφερεν ακριβώς τας συνεπείας τας οποίας περισσότερον παντός φοβείσθε, τουτέστιν την επέμβασιν των ξένων δυνάμεων εις τας προς τους Τούρκους σχέσεις ημών». Ο Καποδίστριας εκφράζει την άποψη ότι «δια της ευνοϊκής λύσεως του ζητήματος των Ιονίων νήσων θα ηδύνατο η Ρωσσία να παρασκευάσει εις την Ελλάδα καλύτερον μέλλον. Αλλά δυστυχώς αι νήσοι κατέχονται υπό των Άγγλων, ούτοι δε θα συγκατετίθεντο να αφήσουν αυτάς, μόνον προκειμένου να εγκατασταθεί εκει αυστριακή φρουρά.»

Ο αυτοκράτορας απαντά ότι «δεν δύναμαι, ουδέ πρέπει να αναλάβω εκ νέου την προστασίαν των Ιονίων Νήσων…»

Τον Νοέμβριο του 1815 η Γαλλία αναγκάζεται να  αποζημιώσει τις συμμαχικές δυνάμεις για τις δαπάνες του πολέμου και παρέχει εγγυήσεις «δια την μη επανάληψιν ανατροπών εν τω μέλλοντι». Στις  14-26 Σεπτεμβρίου, μετά από αλεπάλληλες διαπραγματεύσεις, συντάσσεται η τελική  την Συνθήκη των Παρισίων , σύμφωνα με την οποίαν συγκροτείται η Ιερά Συμμαχία από την μεγάλη Βρετανία, Αυστρία και Ρωσσία.

Μετά την Συνθήκη των Παρισίων ο Τσάρος ζητάει από τον Καποδίστρια να τον διορίσει Υπουργό Εξωτερικών, εκείνος όμως αρνείται.  «Εξέθεσα Αυτώ λεπτομερώς τους λόγους της επιμονής μου» γράφει. «Ιδία διέτριψα επί της εντυπώσεως ήν θα προυκάλουν εις τους Επτανησίους και τους γείτονες αυτών τα νέα καθήκοντα εις ά η Αυτού Μεγαλειότης ήθελε να με καλέσει…Θα ήτο εκ μέρους μου αχαριστία, θα παρέβαινον τα καθήκοντά μου προς την γενέτειράν μου , εάν, ίνα απαλλαγώ αυτών, εθεώρουν εμαυτόν ξένον προς τη Ελλάδα. Αλλά αισθάνομαι τον εαυτόν μου ανίκανον προς τοιαύτην θυσίαν. Θα είναι λοιπόν ανάγκη να διατηρώ τας προσωπικάς μετ’ αυτών σχέσεις, αλλ’ αι σχέσεις αύται θα διεγείρουν την δυσπιστίαν της Αγγλίας και των άλλων Κυβερνήσεων. Εκ της τοιαύτης καταστάσεως ουδέν το αγαθόν δύναμαι να προβλέψω, ουδέν το ωφέλιμον ούτε δια την υπηρεσίαν της Υμετέρας Μεγαλειότητος ούτε δια τους Έλληνας ούτε δια τον εαυτόν μου.» Κατόπιν αυτού τον διορίζει Γραμματέα της Επικρατείας επί των Εξωτερικών.


Μέσα σε αυτό το κλίμα, η Πύλη-η Τουρκία-διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Βοναπάρτη και με τη Γαλλία, ακόμα και μετά την υπογραφή των Συνθηκών.  Βάσει του γεγονότος αυτού, ο  Καποδίστριας εκφράζει την άποψη στον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο, ότι «η Ρωσία δικαιούται να προτείνει εις τους Τούρκους νέαν συνθήκην ειρήνης. Ούτω θα δυνηθεί τέλος η Ρωσία να απαλλάξει δια παντός τους Μολδαβούς, τους Βλάχους και τους Σέρβους από της αυθαιρέτου και καταθλιπτικής διοικήσεως ήτις τους καταπιέζει… Ανέπτυξα την ιδέαν μου, υποδείξας ότι τοιούτος τις συνδυασμός θα θεραπεύσει την Ευρώπην εκ των παλαιών αυτής φόβων και της δυσπιστίας, ήν εμπνέει αυτή η Ρωσία και ότι τέλος οι χριστιανοί της Ανατολής, οι μη θέλοντες να υπομένουν πλέον τον Μουσουλμανικόν ζυγόν, θα εύρουν εις τα τρία αυτά κράτη το άσυλον και την ασφάλειαν, ήν ζητούν και προσδοκούν με τόσον μακράν και οδυνηράν ανυπομονησίαν…. Ο Αυτοκράτωρ έμενεν άκαμπτος… Απήλθον στενοχωρημένος, διότι έβλεπον ότι ο Αυτοκράτωρ επεθύμει να στερεώσει την μετά των Τούρκων ειρήνην επί τη βάσει της Συνθήκης του Βουκουρεστίου και προ πάντων ήθελε να πεισθούν περί τούτου αι ευρωπαϊκαί δυνάμεις.»


Προεπαναστατικό κλίμα στην Ελλάδα

Μετά το 1817, επισκέπτεται τον Καποδίστρια εκπρόσωπος της Φιλικής Εταιρείας για να του μεταφέρει την πρόταση να αναλάβει την αρχηγία της Εταιρείας: «Νεαρός Έλλην, ονόματι Γαλάτης, εκ της νήσου Ιθάκης, έφθασεν εις Οδησσόν και μοι απηύθυνεν επιστολήν ζητών άδειαν να έλθη εις Πετρούπολιν, διότι, ως έλεγεν, είχε να μοι κάμη ανακοινώσεις μεγάλης σπουδαιότητος.» Ο Γαλάτης όπως αποδείχθηκε, ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας, «αποτελουμένης αποκλιστικώς εξ Ελλήνων οι οποίοι εσχεδίαζον να ελευθερώσουν δια γενικής εξεγέρσεως την πατρίδα των εκ του τουρκικού ζυγού. Ο Γαλάτης ήρχετο να μοι προτείνει να γίνω αρχηγός της εταιρείας ταύτης και να διευθύνω συνεπώς τας ενεργείας της. Τον διέκοψα πάραυτα εκφράσας δριμύτατα την έκπληξιν και αγανάκτησιν μεθ’ ής εμάνθανον τα τρελλά και επικίνδυνα σχέδια των εντολέων του

Όπως προκύπτει από το παραπάνω απόσπασμα της αυτοβιογραφίας του, ο Καποδίστριας θεωρούσε πρώϊμη και ριψοκίνδυνη την ιδέα της εξέγερσης σε εκείνη τη χρονική στιγμή, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες του εξωτερικού. Ωστόσο είχε ήδη από παλαιότερα προειδοποιήσει τον Τσάρο Αλέξανδρο ότι αν δεν έκανε κάτι για τους υπόδουλους έλληνες, εκείνοι δεν είχαν άλλη επιλογή παρά κάποια στιγμή να πάρουν τα όπλα και να κηρύξουν την επανάσταση. Η άποψή του για την ελληνική επανάσταση, εκφράζεται καθαρά όταν επισκέφθηκαν τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο ο Μαυροκορδάτος και ο Πανταζόγλου, ως εκπρόσωποι της Βλαχίας και της Μολδαβίας οι οποίοι του επεσήμαναν ότι «η διατήρησις της μετά των Τούρκων ειρήνης ήτο αδύνατος, και ότι, ως Έλληνες, ήσαν ανυπόμονοι να μάθουν ότι τα ρωσσικά στρατεύματα ήσαν έτοιμα να διαβούν τον Προύθον.» Ο Καποδίστριας καταλαβαίνει ότι ο στόχος των αιτημάτων τους ήταν «να ανυψωθούν εις το αξίωμα ανεξαρτήτων ηγεμόνων» με τίμημα «να χυθεί αίμα πολύ, να γίνουν θυσίαι μεγάλαι, και προς τίνα σκοπόν; Δια να αντικαταστήσετε το τουρκικόν σαρίκι με πίλον ευρωπαϊκόν; Ως Έλλην μεν οφείλω μόνον εκείνην την ελευθερίαν να επιθυμώ, ήν οι Έλληνες ήθελον αποκτήσει δια των ιδίων δυνάμεων…Αλλά από το σημείον τούτο η κοινή ημών πατρίς ευρίσκεται ακόμη μακράν. Δι ό και έκαστος εξ ημών οφείλει να αφιερώσει πάσας αυτού τας δυνάμεις, ίνα προπαρασκευάσει την οδόν ήτις θα αναδείξει την πατρίδα μας εις έθνος πολιτισμένον. Ως υπουργός όμως της Αυτού Μεγαλειότητος, σας δηλώ ότι ο Αυτοκράτωρ έχει την σταθεράν και αμετάτρεπτον πρόθεσιν ν στερεώσει την μετά των Τούρκων ειρήνην επό τη βάσει των υφισταμένων συνθηκών…»


Το 1819, η υγεία του Καποδίστρια επιδεινώνεται και ο Τσάρος του δίνει άδεια να μεταβεί στην πατρίδα του την Κέρκυρα.

«Εις Κέρκυραν έφθασα τελευτώντος του Μαρτίου» αναφέρει. «Η πατρίς μου πιεζομένη από την τυραννικήν εξουσίαν ήν εξήσκει ο Μαίτλαντ (σ.σ. Ύπατος αρμοστής της Επτανήσου εκπρόσωπος  της Αγγλίας), εθρήνει επιπλέον τας συμφοράς άς υφίσταντο οι γείτονές των, οι κάτοικοι της Πάργας, ως και οι Σουλιώται και Ρουμελιώται, οίτινες υφίσταντο τον πλέον απηνή και παράλογον διωγμόν. Είχον την δυστυχίαν να βλέπω τους Παργηνούς καταφθάνοντας εις τας ακτάς της Κερκύρας, εκπατριζομένους λόγω της κακής πίστεως και των εσφαλμένων υπολογισμών των Βρετανών πρακτόρων, αναγκαζομένους να  εγκαταλείψουν εις τον Αλή Πασάν αντί ευτελούς χρηματικού ποσού τας αρχαίας των εστίας… Οι Κολοκοτρωναίοι, οι Μποτσαραίοι και οι επισημότεροι άνδρες της Πελοποννήσου, της Ακαρνανίας και του Αιγαίου, με επεσκέφθησαν ως παλαιοί μεν γνώριμοι, αλλά κυρίως με την ελπίδα να μάθουν παρ’ εμού ότι ταχέως η Ρωσσία θα τους επανέφερεν υπό την ισχυράν της αιγίδα.» Όμως, «ο Αυτοκράτωρ της Ρωσσίας ουδόλως ήτο διατεθειμένος να προκαλέσει πόλεμον κατά των Τούρκων ή να περιπλέξει τας σχέσεις του μετά της Αγγλίας». Και τους συμβούλευσε να κάνουν υπομονή.

«Τούτο μας είναι αδύνατον, μοι απήντησαν, διότι οι Άγγλοι, ους υμείς εφέρατε εις την Επτάνησον, δεν μας αφήνουν ούτε κάν αυτήν την παρηγορίαν. Μας πιέζουν πανταχόθεν… Ε λοιπόν, εάν η Ρωσσία μας εγκατέλιπεν, ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει. Αφ’ ού οι ισχυροί της γής μάς θέτουν ενώπιον τόσον απελπιστικού διλήμματος, θα υψώσωμεν μίαν ημέραν την σημαίαν του Σταυρού και, εάν δεν δυνηθώμεν να ελευθερωθώμεν από των Τούρκων, τουλάχιστον όμως θα αποθάνωμεν αντάξιοι των πατέρων μας».

Ο Καποδίστριας στις επανειλημμένες συνομιλίες του με τους Άγγλους προσπάθησε να τους κάνει να καταλάβουν ότι οι Επτανήσιοι και γενικότερα οι Έλληνες «είχον σχηματίσει ολεθρίαν ιδέαν εκ της αγγλικής πολιτικής…Παρεδώσατε την Πάργαν εις τον Αλή Πασάν ελπίζοντες να απλοποιήσετε τας μετά της Πύλης σχέσεις σας, αλλ’ αύται θα περιπλακούν λόγω των ταραχών άς η παράδοσις της Πάργας θα προκαλέσει τόσον εις την Ήπειρον όσον και εις την λοιπήν Ελλάδα… Το ιδικόν σας σύστημα κυβερνήσεως θέτει τους γειτονεύοντας Έλληνας εις το δίλημμα ή να καταστραφούν ή να λάβουν τα όπλα…»

Το 1820 επισκέπτεται τον Καποδίστρια ο Αλέξανδρος Υψηλάντης για να του επισημάνει την απελπιστική κατάσταση στην οποίαν είχαν επέλθει οι Έλληνες εξ αιτίας της πολιτικής της Ρωσσίας και της Αγγλίας και λόγω του πολέμου που ετοίμαζε η Πύλη κατά του Αλή Πασά, που είχε κηρυχθεί «αντάρτης». Ο Καποδίστριας του λέει ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα σ’ αυτή τη φάση και να αφήσουν τα πράγματα έτσι όπως είναι.

Και ακολουθεί ο εξής διάλογος:

(Υψηλάντης) « Και τι θα γίνουν τότε οι ατυχείς Έλληνες; Οι Τούρκοι θα εξακολουθούν να τους σφάζουν και  η πολιτική της Ευρώπης δεν θα πράξη δια αυτούς τίποτε;»

(Καποδίστριας) «Οι Έλληνες, όσοι φέρουν όπλα, θα ανθίστανται εις τα όρη των ως θα έπραττον τούτο επί αιώνων. Και εάν εις τον επικείμενον αγώνα κατά του Αλή Πασά κατορθώσουν να γίνουν κύριοι του Σουλίου και άλλων ομοίων οχυρών σημείων, θα αντιτάξουν μακράν αντίστασιν. Ούτω, ευρισκόμενοι εις θέσιν ευνοϊκήν , δεν θα περιμένουν τίποτε από την ευωπαϊκήν πολιτικήν, ίσως δε ο χρόνος και τα γεγονότα μεταβάλουν την κατάστασιν και επιφέρουν περιστάσεις αίτινες θα είναι ευμενείς δια τους ¨Ελληνας. Τότε μόνον η Ελλάς θα δύναται να ελπίζει βελτίωσιν της τύχης της.»

Και πράγματι, η διορατικότητα του Καποδίστρια, απεδείχθη περίτρανα σωστή, καθώς οι Έλληνες, εκμεταλλεύτηκαν τον περισπασμό που προκάλεσε στους Τούρκους ο πόλεμος με τον Αλή Πασά και κήρυξαν την επανάσταση.

Τέλος η διαφωνία του Καποδίστρια με την πολιτική του τσάρου Αλέξανδρου σε σχέση με το ελληνικό ζήτημα, τον οδηγεί σε παραίτηση. Μετά από μια έντονη συζήτηση, «ετόλμησα δια τελευταίαν φοράν να εκφράσω μετά βαθείας συγκινήσεως την θλίψιν μου διότι η συνείδησίς μου και η ασθενική μου κρίσις με κατεδίκαζον να θεωρήσω τα πράγματα υπό όλως διαφορετικήν άποψιν».




Μετά την κήρυξη της επανάστασης

Το 1822 ο Καποδίστριας αναχωρεί από τη  Πετρούπολη και το φθινόπωρο μεταβαίνει στην Ελβετία, όπου εγκαθίσταται στα περίχωρα της Γενεύης και προσπαθεί να ζήσει απομονωμένος λόγω της υγείας του αλλά και «ίνα με λησμονήσει ο κόσμος. Ματαίως όμως το προσεπάθησα.  Οι Έλληνες οι εκδιωχθέντες εκ των χωρών όπου μέχρι και της παρούσης δυστυχίας των είχον εύρει γενναίαν και ευεργετικήν φιλοξενίαν, ως και εκείνοι ούς αι καταστροφαί της Χίου, της Κύπρου, των Κυδωνιών και των Ψαρών διέσπειραν εις τα παράλια της Αδριατικής και της Μεσογείου, ήλθον προς εμέ ζητούντες παρ’ εμού βοηθήματα… Η Προσωρινή Κυβέρνησις της Ελλάδος και πολλοί εκ των στρατιωτικών και εκκλησιαστικών αρχηγών, μοι έστειλαν εις στιγμάς απελπισίας απεσταλμένους προς τον αυτόν σκοπόν και προσέτι ίνα μοι είπουν ότι…ουδέποτε ήθελον εγκαταλείψει την πεποίθησιν ότι ήμην και θα είμαι…ο υποστηρικτής των προσφιλεστέρων συμφερόντων της κοινής ημών πατρίδος

Τα γεγονότα στην παγκόσμια σκηνή και οι πολιτικές των μεγάλων δυνάμεων, σύμφωνα με τα όσα γράφει ο Καποδίστριας, έπεισαν τους Έλληνες ότι η Ρωσία τους είχε δια παντός εγκαταλείψει και έτσι αναγκάστηκαν τον Ιούλιο του 1825 να υπογράψουν αίτηση προς την Αγγλία με την οποία ζητούσαν την αποκλειστική προστασία της Μεγάλης Βρεττανίας.  Εν τω μεταξύ ο Μέττερνιχ, πρωθυπουργός της Αυστρίας, υπέσκαπτε το κύρος και την αξιοπιστία του Καποδίστρια, διαδίδοντας ότι η στάση του αποτελεί σχέδιο ώστε να εγκαθιδρύσει την απόλυτη κυριαρχία της Ρωσσίας στην Ανατολή. Ο Μέττερνιχ, όπως αφηγείται ο Καποδίστριας, βλέποντας στη  Βιέννη τον στρατηγό Μαίτλαντ τον  Αύγουστο του 1822, τον συνεχάρη λέγοντας: « Λοιπόν στρατηγέ μου, η αρχή του κακού εξερριζώθη, ο κόμις Καποδίστριας ετάφη δια το υπόλοιπον της ζωής του. Θα ζήσετε ησύχως εν Επτανήσω και η Ευρώπη θα έχει απαλλαγεί των μεγάλων κινδύνων δ ιών την ηπείλει η επηροή του ανδρός τούτου».

Και κλείνει με πικρία το υπόμνημά του, το οποίο αποτελεί και την αυτοβιογραφία του μέχρι το 1826, λέγοντας: «Κατεβλήθη προσπάθεια να πιστεύσουν οι Έλληνες ότι αι ευρωπαϊκαί δυνάμεις θα τους εγκατέλειπον, διότι είναι Ρώσσοι. Ελέγετο δε εις αυτούς: «Είσθε Ρώσσοι, διότι είς εκ των υμετέρων είναι πάντοτε Ρώσσος και διότι εις αυτόν έχετε εμπιστοσύνην»… Η σιωπή μου, η απομόνωσίς μου, ο τίτλος όν εισέτι φέρω, δεν ήσαν άραγε επιχειρήματα τα οποία η δολιότης και η πανουργία πολιτικών τινών ανδρών εξεμεταλλεύοντο επιτηδείως, ίνα αποπλανήσουν και καταστρέψουν οριστικώς τους δυστυχείς Έλληνας;».

Ο ίδιος ο Καποδίστριας είχε γνώση για τους σχεδιασμούς των συγκεκριμένων ξένων δυνάμεων εναντίον του. Στις 31 Ιουλίου 1831, σε επιστολή του προς τον Γάλλο ναύαρχο Lalande, που υπηρετούσε στην Ελλάδα, του αποκάλυψε ότι γνώριζε όλες τις δολοπλοκίες των Άγγλων και των Γάλλων: «Εγώ δε, και τις δολοπλοκίες όλων σας τις εγνώριζα, αλλά έκρινα ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να κόψω το νήμα της συνεργασίας μαζί σας, γιατί έδινα προτεραιότητα στην ανόρθωση και στην ανασυγκρότηση της Ελλάδος. Αν έκοβα τις σχέσεις με τις λεγόμενες «προστάτιδες» Δυνάμεις, τούτο θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να προσθέσω βάρος και στη συνείδησή μου. Και άφησα τα πράγματα να λαλήσουν μόνα τους …»

 

 


Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».