Θέλεις να ξεφύγεις. Να ξεφύγεις απ’ όλα. Από την πανδημία, από την κλεισούρα, από τους φόβους σου, από τα άγχη σου, ακόμα κι από τον εαυτό σου τον ίδιο. Αλλά πώς; Πώς θα το κάνεις αυτό;
Πρώτον: διάλεξε ένα μέρος στην Ελλαδίτσα που να σου
ταιριάζει και ψάξτο στο google.
Μην κοιτάξεις αν είναι ωραίο, μην ακούσεις φίλους και γνωστούς που σου κάνουν
προτάσεις, μην επηρεαστείς από αντικρουόμενες απόψεις, είναι τόσο υποκειμενικό
το «ωραίο» και το «να περνάς καλά», εξαρτάται από τόσους και τόσους παράγοντες,
ακόμα και από τη μεγάλη θεά Τύχη…οπότε ακολούθησε το ένστικτό σου και την πρώτη
παρόρμηση που θα έχεις. Και ακολούθα τη φωνή που θα πηγάζει από τον εσώτερο
εαυτό σου.
Δεύτερον: Πριν ξεκινήσεις για το ταξίδι στον κρυμμένο
σου παράδεισο, πάρε μαζί σου τα ελάχιστα. Μην πάρεις μαζί σου ούτε λάπτοπ, ούτε
τάμπλετ. Μονάχα κανένα βιβλίο, κανένα σταυρόλεξο, και τα στοιχειώδη για τα
μπάνια σου στη θάλασσα ή για την ανάβασή σου στο βουνό.
Τρίτον: Πάρε χάρτες για την περιοχή και τον τόπο όπου θα
πας. Και μην επαναπαύεσαι στο gps
του
κινητού σου. Πάρε και βιβλία για να μελετήσεις τα μνημεία και τις τοποθεσίες
που θα επισκεφθείς.
Είχα την τύχη να τον βρω. Τον κρυμμένο παράδεισο. Βέβαια όχι ότι δεν υπάρχει στο διαδίκτυο, ας μη γελιόμαστε, πλέον τα πάντα υπάρχουν, αλλά άλλο είναι να βλέπεις μιαν εικόνα και άλλο να βλέπεις την πραγματικότητα. Γιατί ούτε η πραγματικότητα, ούτε οι άνθρωποι είναι μια απλή εικόνα.
Ήταν λιγάκι μακριά κι όταν με προσκάλεσαν να πάω, για
να παρευρεθώ στο γάμο του ανηψιού μου και στα ταυτόχρονα βαφτίσια του
μικρανηψιού μου, δίστασα κάπως. Πού να τρέχω τώρα στην Πελοπόννησο, να παίρνω
το καράβι, να διανυκτερεύω δυο μέρες στην Αθήνα, και μετά με το ΙΧ του αδερφού
μου να διανύσουμε 300 χιλιόμετρα για να φτάσουμε στον προορισμό μας…
Ωστόσο αποφάσισα να πάω. Ακολουθώντας το ένστικτό μου
και την ψιλή φωνούλα που μου έλεγε, κάντο, μη φοβάσαι.
Και βρεθήκαμε σε ένα χωριό ονόματι Κορακοχώρι, στην περιοχή του Κατάκολου Ηλείας. Ταλαιπωρηθήκαμε κάπως μέχρι να βρούμε τη βίλλα που θα μας φιλοξενούσε, η οποία λειτουργούσε σαν μικρός ξενώνας. Όμως άξιζε τον κόπο. Ένα διώροφο αριστοκρατικό σπίτι, παλιά μονοκατοικία δέσποζε στον κάμπο, αγκαλιασμένη από τεράστια δένδρα, φυτά και λουλούδια. Φύλακας του κρυμμένου παραδείσου, μια νέα γυναίκα που έμοιαζε με ξωτικό. Λεπτή, μικροκαμωμένη, με ένα χαμογελαστό γλυκό προσωπάκι. Ιταλίδα. Είναι η γυναίκα που φροντίζει τα πάντα στη βίλλα. Στον κήπο έχει δύο σκυλιά και τέσσερα γατιά, με τα ονόματά τους το καθένα.
Κοιμηθήκαμε ξεροί από την κούραση του ταξιδιού. Και το
πρωί μας ξύπνησε το κελάϊδισμα των πουλιών που φώλιαζαν σε ένα τεράστιο δένδρο,
με το φύλλωμά του να ακουμπά το μπαλκόνι μας.
Και ύστερα από το πρωϊνό πήραμε το δρόμο. Κτήμα Μερκούρη**, παληό οινοποιείο,
είκοσι χιλιόμετρα μακριά από τον ξενώνα.
Ένα γιγάντιο κτήμα, γεμάτο πανύψηλα δένδρα, όλων των ειδών, όπου περιφέρονταν
παγώνια. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν αυτή την ομορφιά. Στους παραδείσιους
κήπους του, κυκλοφορούν πολλά παγώνια με αυτές τις ναρκισσιστικές τους κινήσεις
που σε αφήνουν έκθαμβο.
Την επόμενη μέρα, επίσκεψη στο Κατάκολο, στο Μουσείο
αρχαίας τεχνολογίας. Εντυπωσιακές μηχανές, χιλιάδων ετών πριν από τη δικιά
μας εποχή, πολλές από τις οποίες χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα.
Και έπειτα στη βίλλα, με τη Βαλεντίνα. Αυτό είναι το όνομά της. Μια γυναίκα που μας κέρδισε από την πρώτη στιγμή που την είδαμε. Η οποία λατρεύει την Ελλάδα, και εργάζεται στη βίλλα εδώ κι 7 χρόνια. Φροντίζοντας τα πάντα. Φτιάχνει πρωϊνό, καθαρίζει κάθε μέρα όλον τον ξενώνα, κρατάει τα οικονομικά, τις κρατήσεις, σου λέει πού να πας και τι να δεις. Και γίνεσαι αμέσως φίλη της. Φυσικά, την έχουν αγκαλιάσει με την αγάπη τους όλοι οι ντόπιοι του χωριού. Και πώς να μην το κάνουν; Είναι ένας θησαυρός. Ο φύλακας του κρυμμένου παραδείσου.
Α, ξέχασα να πω ότι επισκεφθήκαμε και την Αρχαία
Ολυμπία. Εκεί να δεις ένας παράδεισος.
Χαμένος στα βάθη της ιστορίας μας… Ευτυχώς υπάρχει ακόμα…
*(άρθρο της Της
Αλκμήνης Ψιλοπούλου, αναδημοσίευση από τη στήλη «Από την Ανάποδη», εφημερίδα «Ο
Λόγος των Κυκλάδων»)
**ΤΟ ΚΤΗΜΑ
ΜΕΡΚΟΥΡΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Κτήμα Μερκούρη βρίσκεται στο Κορακοχώρι, κοντά στο Κατάκολο (2χλμ), τον Πύργο (12 (χλμ) και την Αρχαία Ολυμπία (32 χλμ).
το αγρόκτημα έχει ιστορία 140 χρόνων στην παραγωγή οίνου, ελαιολάδου και παλαιότερα Κορινθιακής σταφίδας. Ανήκει στην οικογένεια Μερκούρη, με ρίζες από την Ήπειρο και την Πελοπόννησο, μια οικογένεια με ποικίλα ενδιαφέροντα αλλά και ιδιαίτερη αγάπη για τη γη.
Η ίδρυση του κτήματος ανάγεται στο έτος 1864, όταν ο Θεόδωρος Μερκούρης, επιχειρηματίας με δρατηριότητες στη Βόρεια Ιταλία και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αγόρασε από παραχώρηση εθνικών γαιών τις εκτάσεις που στη συνέχεια αποτέλεσαν το Κτήμα Μερκούρη. Ακολουθεί, λίγα χρόνια αργότερα, η εγκατάσταση του πρώτου αμπελώνα με μοσχεύματα της ποικιλίας «Ρεφόσκο» που εισάγονται από την βόρεια Ιταλία (Friuli).
Στα τέλη του 19ου αιώνα, το κρασί του κτήματος γίνεται αντικείμενο εξαγωγής στην Ευρώπη.
Καΐκια της εποχής αράζουν από καιρό σε καιρό στο μικρό όρμο του κτήματος για να φορτώσουν τα γεμάτα με κόκκινο μπρούσκο κρασί δρύϊνα βαρέλια, με προορισμό το λιμάνι της Τεργέστης. Παράλληλα, ο αμπελώνας του κτήματος, που γρήγορα θα γίνει ονομαστός στην Ηλεία, τροφοδοτεί για πολλές δεκαετίες τη γύρω ευρύτερη περιοχή με μοσχεύματα της ποικιλίας Refosco ή «Μερκούρη», όπως αυτή θα γίνει τοπικά γνωστή.
Το 1930 ο Λεωνίδας Μερκούρης κατασκευάζει μέσα στο κτήμα ένα σύγχρονο για την εποχή του οινοποιείο, με υπόγειες δεξαμενές 300 t περίπου, το οποίο θα παραμείνει σε λειτουργία μέχρι το έτος 1960.
Από το 1987, με την 3η και 4η γενιά της οικογένειας αρχίζει μια νέα, συστηματική προσπάθεια για την αναβίωση της οινοπαραγωγικής δραστηριότητας του κτήματος με παραγωγή τυποποιημένων κρασιών. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας ανασυγκροτούνται, εκσυγχρονίζονται και επεκτείνονται οι παλιές εγκαταστάσεις του οινοποιείου και ανανεώνονται οι αμπελώνες με νέες φυτεύσεις, ενώ το Κτήμα Μερκούρη από το 1992 παίρνει τη μορφή μιάς οικογενειακής ανώνυμης εταιρείας.
Σήμερα η εταιρεία Κτήμα Μερκούρη Α.Ε. διευθύνεται από τους αδελφούς Βασίλη και Χρήστο Κανελλακόπουλο, 4η γενιά της οικογένειας.