Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου
Όταν ο άνθρωπος περνάει στην τρίτη ηλικία, μπορεί να
ξεκουτιάνει, μπορεί να παραξενέψει, αλλά μπορεί και να ξαναγυρίσει χρόνια πίσω
στην παιδική του ηλικία. Προσπαθώντας ίσως να κερδίσει το χαμένο χρόνο, εκείνον
που έχασε από λάθος επιλογές δικές του, των γονιών του, του σχολείου, της
κοινωνίας, ή ποιος ξέρει πώς…
Εδέησα λοιπόν κι εγώ, τώρα, δεν λέω στα γεράματα, αλλά
λέω καλύτερα στα ώριμα χρόνια-διάολε, σήμερα τους ανθρώπους που έχουν πατήσει
τα ήντα δεν τους λες και γέρους-να βυθιστώ στο προσωπικό, οικογενειακό,
ιστορικό, εθνικό, κοινωνικό παρελθόν του τόπου όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Βυθίστηκα στην ιστορία της συνονόματης γιαγιάς μου,
από την οποία μάλλον δεν κληρονόμησα μόνον αυτό το βαρύ πανάρχαιο βασιλικό
όνομα, αλλά και μια κάποια ευχέρεια στην τέχνη της γραφής. Ίσως το DNA μαζί με τη βιβλιοθήκη της, με
οδήγησαν και με διαμόρφωσαν σ’ αυτό που είμαι σήμερα-μαζί με πολλά άλλα
στοιχεία, επιρροές και γεγονότα, φυσικά.
Βυθίστηκα ακόμη στην παλιά, προπολεμική ελληνική
λογοτεχνία, που κάποτε περιφρονούσα μετά βδελυγμίας, ως παρωχημένη, απολειφάδι
του παρελθόντος που δεν ενδιαφέρει κανέναν, που δεν ενδιέφερε πρωτίστως εμένα.
Γιατί εγώ ήμουν ένα μοντέρνο κορίτσι, ένα κορίτσι των μοντέρνων-ρεαλιστικών,
πρωτοποριακών, ελευθεριακών-καιρών.
Βυθίστηκα και ένιωσα σαν να αναβαπτίστηκα στην
κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Και είδα ένα φως να καίει άκαυτο καντήλι, στο όνομα εκείνων των προγόνων που ιστόρησαν τους παλαιούς καιρούς. Καιρούς τόσο διαφορετικούς, τόσο αλλόκοτα μαγικούς, δύσκολους, σκληρούς, απλοϊκούς, αλλά και γεμάτους αισθήματα, γεμάτους ανθρωπιά, γεμάτους σχέσεις γνήσιες και φιλίες και έρωτες και δυσκολίες αφάνταστες για τις σημερινές μας ευκολίες…
Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας, Βιζυηνός. Οι πρώτοι μας
δάσκαλοι, οι πρώτοι μας οδηγητές που μας
έδειξαν ποιοι είμασταν, ποιες είναι οι ρίζες μας και ποιο το ριζικό μας.
Έναυσμα πρώτο. Τα χειρόγραφα της γιαγιάς
μου-απομνημονεύματα μιας ζωής περασμένων αιώνων.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης |
Έναυσμα δεύτερο. Η ταινία «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη.
Που με έκανε να αγοράσω και να διαβάσω το βιβλίο, για να διαπιστώσω αν όντως
αυτά που έδειχνε η ταινία ανταποκρίνονταν στο μυθιστόρημα του μεγάλου
κοσμοκαλόγερου. Και πράγματι, ανταποκρίνονταν.
Έναυσμα τρίτο. Ένας στενός μου άνθρωπος μου μίλησε για
τον Καρκαβίτσα, για τα «Λόγια της πλώρης», τη «Λυγερή», τον «Ζητιάνο». Πήρα τα
βιβλία. Ξεκίνησα το διάβασμα και κολύμπησα σε ύδατα ιερά και σε προγονικούς
πλανήτες.
Ανδρέας Καρκαβίτσας |
Έναυσμα τρίτο. «Το αμάρτημα της μητρός μου», Βιζυηνός, απαγγελία σε μια
παράσταση του Δήμου Αβδελιώδη που με άφησε άναυδη.
Έναυσμα τέταρτο. Αποφάσισα να ξεπεράσω το ταμπού της
καθαρεύουσας και να προσεγγίσω κείμενα που παλιά τα απέρριπτα λόγω γλώσσας. Και
βρήκα αριστουργήματα… αξεπέραστα από την μεταπολεμική λογοτεχνία, κι ακόμη
περισσότερο από την σημερινή συρρικνωμένη πεζογραφία.
Είπα λοιπόν να μοιραστώ μαζί σας μερικά αποσπάσματα
από τα βιβλία των μεγάλων προπολεμικών μας συγγραφέων, που για μένα είναι
αριστουργήματα-και μπορεί να δώσει και σε σας το έναυσμα να καταδυθείτε σ’
αυτόν τον μαγικό πλανήτη των παλαιών καιρών.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Από τη
«Φόνισσα»)
«Αλλά μεγάλως ευφραίνετο όταν η μικρά
πομπή, μετά δέκα λεπτών της ώρας δρόμον, έφθανεν εις τα «Μνημούρια». Ωραία
εξοχή, παντοτινή άνοιξις, θάλλουσα βλάστη, αγριολούλουδα, εμύριζε κήπος. Ιδού ο
περίβολος των νεκρών! Ώ, ο Παράδεισος απ’ αυτόν τον κόσμον ήδη ήνοιγε τα πύλας
δια να δεχθή το μικρόν άκακον πλάσμα, το οποίον ηυτύχησε να λυτρώση τους γονείς
του από τόσα βάσανα. Χαρήτε, αγγελούδιια, που πετάτε γύρω τριγύρω με τα φτερά
σας τα χρυσόλευκα, και σεις ψυχαί των Αγίων, υποδεχθείτε το!»……
«Η γραία* ανήρχετο ήδη υψηλότερα, προς την
απότομον κορυφήν του ρεύματος. Κάτω εχαράττετο βαθύ το ποτάμιον, τ’ Αχειλά το
ρέμα, και όλην την βαθείαν κοιλάδα μετά ηρέμου μορμυρισμού διέτρεχε το ρεύμα,
κατά τα φαινόμενα ακινητούν, λιμνάζον, αλλά πράγματι αενάως κινούμενον υπό τας
μακράς βαθυκόμους πλατάνους. Ανάμεσα εις βρύα και θάμνους και πτερίδας
εφλοίσβιζε μυστικά, εφίλει τους κορμούς των δένδρων έρπον οφιοειδώς κατά μήκος
της κοιλάδος, πρασινωπόν από τας ανταυγείας τας χλοεράς, φιλούν και άμα δάκνον
τους βράχους και τας ρίζας, νάμα μορμύρον αθόλωτον, βρίθον από μικρά καβουράκια
τα οποία έτρεχον να κρυβώσιν εις το θόλωμα της άμμου, άμα κανέν βοσκόπουλον,
αφήνον τας ολίγας αμνάδας να βόσκουν εις την δροσεράν χλόην, ήρχετο να κύψει
εις το ρεύμα και ανεσήκωνε πέτραν τινά δια να τα κυνηγήσει. Το λάλον, ασίγητον κελάηδημα των
κοσσύφων αντήχει αρμονικόν εις το δάσος το περιστρέφον όλην την δυτικήν κλιτύν
και ανέρπον εις την κορυφήν του Αναγύρου έως την Αετοφωλιάν επάνω-όπου ελέγετο
ότι είς θαλασσαετός είχε κατοικήσει επί τρεις γενεάς ανθρώπων εκεί, και τέλος
εξέλιπε χωρίς ν’ αφήσει αετόπουλα. Εις την ερημωθείσαν φωλεάν του ευρέθη
ολόκληρον μουσείον από τεράστια κόκκαλα θαλασσίων όφεων, φωκών, καρχαριών και
άλλων εναλίων θηρίων, τα οποία είχε ξεφαντώσει κατά καιρούς ο μέγας και
κραταιός όρνις των θαλασσών, με το γρυπόν ράμφος του το κυανωπόν και με το τεφρόν μεγαλοπρεπές πτέρωμα».
*(η «Φόνισσα» ονόματι Φραγκογιαννού
προσπαθεί να ξεφύγει καταδιωκόμενη από τους αστυφύλακες.)
Ανδρέας Καρκαβίτσας («Λόγια της πλώρης»-Οι
σφουγγαράδες)
«Απάνω μαύρο σύγνεφο του καϊκιού η καρίνα.
Ολόγυρα το νερό πηχτό, σταχτοπράσινο σα θαμπό κρύσταλλο, τον ψηλαφούσε από
παντού, τον έδενε σε μεταξένια βρόχια και σύγκαιρα του έδειχνε χιλιόμορφο
κόσμο. Αναγέλες τα ψάρια χρυσόφτερα, ασημωμένα, διάβαιναν ολόγυρά του με
φουσκωμένα τα λαιμά, τα σπάραχνα κατακόκκινα, ψιλό μαργαριτάρι τα δόντια στις
δυνατές σαγονίτσες τους, τιμόνι την ψαλιδωτή ουρά τους. Πολλά έπεφταν απάνω
του, τυφλά προσόχτιζαν σαν ακυβέρνητα ξύλα στην περικεφαλαία του. Άλλα
διάβαιναν σαγίτες αργυρές από τα σκέλια του.
Κάτω φυκοστρωμένος ο βυθός, άνοιγε πλατύς
και μαλακός σα βελούδο. Εδώ ακαλύφες* βαθυγάλαζες έβγαιναν από την αμμουδιά.
Άλλες ανοιχτές σαν κούπες και σαν αρχαία κύπελλα. Μερικές σαν κρίνα μεγάλα, κι
άλλες έφευγαν ψηλά, κρεμώντας κάτω μυριόχρωμο κομπολόγι τ’ απαυτά τους. Παρέκει
τερηδόνες*, ντυμένες στο καστανό χνούδι τους, ανάδευαν ανυπόμονες να κολλήσουν
στο πλεούμενο. Αλλού της Αφροδίτης ο κεστός* μακρύς, κλωθογύριστος, ολομέταξος
άπλωνε τις κορδέλες του, σα να ζητούσε κάτω εκεί το κορμί της θεάς. Και παντύ
περίγυρα ξανθοπράσινα μαρούλια, τρανά χρυσόμηλα, χαμόκλαδα τριχοφορτωμένα,
μούσκλια σγουρά, φυτά χιλιόπλουμα κι αισθαντικά ένανα κήπο ονειροφάνταστο. Και
κόσμος μυστικός, οεστρκοφόρος και λεπιδοντυμένος και αγκαθόφραχτος, γύριζε
απάνω κάτω, μέγας και αρειμάνιος σαν Γολιάθ, και άλλος ταπεινός, φοβιτσιάρης,
τροφή ο ένας τ’ αλλουνού. Κάπου άνοιγε σαν αντένες τα πόδια του κι έτρεχε να
συλλάβει τη σουπιά ο αστακός, πνιγμένος στο μελάνι της. Κάπου μια καβουρομάνα
έπαιζε λόγχες τα πόδια της, ανασκελωμένη για να προφυλάξει τ’ αυγά της.
Παραπέρα η φώκια έριχνε βρωμερό τ’ αέρι του πισινού της για να σκάσει το
χταπόδι στο θαλάμι του. Μα ξαφνικά της άρπαζε ι φοβερός απλοκαμός το μουσούδι
της κι έσκαε εκείνη. Και πέρα δώθε βράχοι και άβυσσοι, λαγκαδιές και όρη με κάλλη
μύρια, με θησαυρούς αμάλαγους, με κατοίκους και πετρώματα άγνωστα. Αλλά για
κείνα δεν εφρόντιζε ο πατέρας σου. Ο σπόγγος ήταν εμπρός του κι έριχνε αδιάκοπα
στο δίχτυ του».
*(σς.είδος μέδουσας) *(είδος θαλάσσιας
ανεμώνας) *(είδος θαλάσσιας ανεμώνας)
(Γέρακας)
«Χύθηκε τρελοβοριάς στο πέλαγο, σήκωσε
μεσουρανίς το κύμα. Αφροί κάτασπροι απλώνουνταν ολούθε. Βουνά ψηλώνουν και
ανοίγουν άβυσσοι. Αθέμελο το νερό, άβουλο, στου ανέμου το θέλημα παραδομένο,
κλωθογυρίζει μέσα στα νησιά, δέρνεται και στενάζει απάνω στα χάλαρα, φεύγει στη
νοτιά με γοργά πηδήματα. Οι στεριές γύρω, οι κάβοι, οι κόρφοι στέκουν
αφροζωσμένοι και αχνομέτωποι. Ψηλά δεν έχει σύγνεφα ο ουρανός. Τα σάρωσε ο
άνεμος. Κάτω δεν έχει πλεούμενα η θάλασσα. Τα έκλεισε ο φόβος στα λιμάνια. Ο ήλιος μονάχος γοργογυρίζει
ψηλά και κάτω αρμενίζει το τρεχαντήρι του Βαλμά, της λύσσας και της φρίκης
μοναχικό ανάμπαιγμα…»
(Το γιούσουρι)
«Όταν το πρωτάκουσα ήμουν παιδί στα
σπάργανα. Και σαν έφτασα εικοσάχρονο παλληκάρι, έλεγαν ακόμη για κείνο, με τον
ίδιο θαυμασμό και περισσότερη φρίκη. Το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι,
που βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου. Το γιούσουρι που ώρες ψηλώνει και θεριεύει
ως το πρόσωπο της θάλασσας. Ώρες χαμηλώνει και γίνεται κάστρο αγύριστο, με τους
ρόζους και τα κλαδιά, με τις ρίζες και τ’ αντιρίμματα! Κάτω στο νησί μας το
έχουν μόλογο. Γενιά σε γενιά το παραδίνουν οι ναύτες και πάει από πατέρα σε
παιδί, από παιδί σε αγγόνι, πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο,
δυνατό σα λέοντας, ψυχωμένο κι αθάνατο σα στοιχειό.
Εκείνοι που το πρωτοείδαν έσβησαν από τη
θύμηση των ανθρώπων τώρα. Εκείνοι που ονειρεύτηκαν να το κόψουν, κοιμούνται
αξύπνητα στη γη ή στα βάθη της θάλασσας. Εκείνοι που πήγαν γυρεύοντάς το, δε
δευτέρωσαν το σκοπό τους. Έχει, σου λένε, κατιτί πλάνο κι επίβουλο, και αλλάζει
χρώματα και αλλάζει σχήματα και γλιστρά σα χέλι και θεμελιώνεται σαν πύργος και
φωσφορίζει σαν ωκεανόψαρο, που λύνεται το σώμα με το πρώτο αντίκρυσμα.»