Της Τιτίκας-Μαρίας Σαράτση
Ήταν μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα. Κι όμως όλα έμοιαζαν γκρίζα. Λες και
μπροστά στα μάτια της Ελοϊζ είχε πέσει ένα διάφανο πέπλο. Μετά από την νύχτα
της εισβολής του τανκ και το αίμα, τις αλλεπάλληλες μετακινήσεις σε
κρυψώνες-διάβαζε σπίτια «ουδέτερων» συγγενών και γνωστών- με την καρδιά της να
αιμορραγεί και να αισθάνεται την οργή να κυλάει στις φλέβες της, το πέπλο αυτό
είχε εγκατασταθεί μόνιμα. Σταμάτησε πια να κρύβεται. Ο κόσμος φοβόταν να σε
κρύψει. Και σε ένα σπίτι στην εξοχή, στο
σπίτι της Α που είχε αποφυλακισθεί πρόσφατα, όλα μοσχοβολούσαν, τα φύλλα, οι
θάμνοι, η θάλασσα. Αλλά το πέπλο δεν έλεγε να φύγει.
Μιλούσε για τον εαυτό της λες και συνομιλούσε σε τρίτο πρόσωπο, σαν την
πρωταγωνίστρια στο θεατρικό «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» του Τένεσι Ουίλιαμς. Κι
όταν το απόγευμα την πλησίασε ο Ηφαιστίωνας ένοιωσε τα μηνίγγια της να χτυπούν
και το στήθος της να πάλλεται. Μιλούσαν και χαμογελούσαν σαν να ήταν γνώριμοι
από καιρό, σαν να είχαν χρόνια να ιδωθούν και ξαναβρέθηκαν. Κι όμως λίγους
μήνες είχαν να ιδωθούν, από τη νύχτα στο κτίριο Γκίνη. Και σε μια στιγμή το
χέρι του άγγιξε το χέρι της. Τυχαία. Για λίγο το γκρίζο πέπλο χάθηκε και η
Ελοϊζ άρχισε εναγώνια να το αποζητά. «Γιατί δεν τραυματίσθηκα; Γιατί δεν
σκοτώθηκα;»...ήταν τα ερωτήματα που την έκαιγαν.
Τις τελευταίες ώρες πριν την εισβολή
τις είχε περάσει στο πρόχειρο «νοσοκομείο» που είχαν στήσει με τα τραυματισμένα
παιδιά πάνω στα τραπέζια του σχεδιαστηρίου. Πληγές και αίμα. Ένα παιδί είχε
πάθει σοκ από ένα καπνογόνο και δεν καταλάβαινε πού βρισκόταν. Προσπαθούσε να
τον συνεφέρει αφού ήταν φανερό πια πώς θα έμπαιναν… « Είμαστε στο
Πολυτεχνείο», του έλεγε. « Πρέπει να συνέλθεις, να
σηκωθείς. Θα μπουν τα τανκς. Πρέπει να φύγουμε». Εκείνος δεν συνέρχονταν. Το καπνογόνο τον είχε βρει κοντά στο κεφάλι. «Θα του
τραγουδήσω», σκέφθηκε. Και εκεί, ανάμεσα στους τραυματίες που βογκούσαν άρχισε
να του τραγουδάει σιγανά την «Ελαφίνα»… « όλα τα λάφια βόσκουνε κι όλα
δροσολογιούνται/ μον’ μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ’ άλλα/ μόνο στ’
απόσκια περπατεί..» Και τότε εκείνος άνοιξε τα μάτια
του. Η Ελοϊζ τον άρπαξε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. «Ευτυχώς,
ελάφι μου, ευτυχώς»!! του ψιθύρισε.-«Με λένε Ανδρέα» της
είπε. «Σε ξέρω. Σε ξέρω από την κατάληψη της Νομικής. Ήσουνα στην
επιτροπή της Φιλοσοφικής».
Με το άγγιγμα του Ηφαιστίωνα στο
χέρι της το ρίγος της χαράς που είχε νοιώσει όταν ξύπνησε ο Ανδρέας ξανάρθε.
Τώρα δεν προσπαθούσε να ξαναβρεί το γκρίζο πέπλο. Πάσχιζε να το εξαφανίσει.
Είχε πέσει πια το σούρουπο . Ο Ηφαιστίωνας την τράβηξε σε μια γωνιά της βεράντας.
Το σώμα του κόλλησε στο δικό της, τα δάχτυλά της μπλέχτηκαν στα σγουρά μαύρα
μαλλιά του. Τα χείλη του άγγιξαν το λαιμό της, τον ρούφηξαν. Τη δάγκωνε και
ριγούσαν και οι δυο σε μια ένωση απόλυτη, δεν κατάλαβε πότε κατέβηκαν τη σκάλα,
πότε την έγδυσε, πότε μπήκε μέσα της. Οι ανάσες τους είχαν ταυτιστεί. [i] «Black
is the color of my true love’s hair» του ψιθύρισε. [ii]«Tu me tues, tu me fais du bien!» Και
αναστέναξαν ταυτόχρονα, μαζί, από την γλύκα και την ηδονή.
[i] Τραγούδι της Joan Baez, « Μαύρα είναι τα μαλλιά της αληθινής μου αγάπης»
[ii] « Με σκοτώνεις, μου κάνεις καλό» «Εκείνη» στο
μονόλογό της προς στον Ιάπωνα εραστή της στην ταινία «Hiroshima Mon Amour»
του Alain Resnais (1959)
*Το
κείμενο αυτό αποτελεί απόσπασμα από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων της
Τιτίκας-Μαρίας Σαράτση
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου