Σερφάροντας στο διαδίκτυο, μέρες που είναι, εγκλεισμού αλλόκοτου και ζωής πρωτόγνωρης, εν μέσω Χριστουγέννων, οι εκδότες διαφημίζουν βιβλία. Πλήθος βιβλία, γνωστά και άγνωστα, μικρών και μεγάλων συγγραφέων, Ελλήνων και ξένων. Κλεισμένοι μέσα οι Έλληνες, δέχονται βροχή τις προτάσεις. Η ευκαιρία είναι μεγάλη, τόσο για μας όσο και για τους εκδότες, εμείς να διαβάσουμε κι εκείνοι να κερδίσουν.
Και οι συγγραφείς, πάμπολλοι. Ο εγκλεισμός αποτελεί
πεδίον δόξης λαμπρόν γι αυτούς που γράφουν, γι αυτούς που διαβάζουν και γι
αυτούς που εκδίδουν. Ωστόσο με απογοήτευση βλέπουμε ότι οι περισσότερες
προτάσεις γίνονται για νεοεκδοθέντες τίτλους, που δεν έχουν δοκιμαστεί στο
χρόνο. Και τίποτα για μεγάλους κλασσικούς της ελληνικής λογοτεχνίας,
απαξιωμένους, ξεχασμένους και παραγνωρισμένους από εμάς τους νεοέλληνες.
Ένας απ’ αυτούς είναι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ο
οποίος «διαβάζεται δύσκολα» λόγω χρήσης της καθαρεύουσας, τόσο μάλιστα που
πολλοί έχουν προτείνει «να μεταφραστούν τα έργα του» ώστε να διευκολύνεται ο
αναγνώστης. Διαφωνούμε κάθετα μ’ αυτή τη λογική. Τουλάχιστον για τους ενήλικους
αναγνώστες.
Όταν κανείς συνηθίσει
το γλωσσικό του ιδίωμα, θα βρει στον Παπαδιαμάντη έναν θησαυρό.
Ζωντανές περιγραφές, γνήσιο συναίσθημα,
απλή γραφή, αλλά με μεγάλο βάθος, όπου υποβόσκει μια αδιόρατη ευγενική ειρωνεία
και λεπτοδουλεμένο χιούμορ.
Αυτά τα στοιχεία είναι ιδιαίτερα έντονα στα Χριστουγεννιάτικα
διηγήματά του, μικρά διαμαντάκια που λάμπουν μέσα στο χρόνο.
Αποφασίσαμε λοιπόν, αυτές τις μέρες των εορτών, να αναδημοσιεύσουμε κάποια από αυτά, πιο πολύ ως έναυσμα για να
εισχωρήσετε μέσα στον κόσμο του Παπαδιαμάντη και να διαβάσετε και τα μεγάλα του
έργα, όπως «Η σταχομαζώχτρα», «Οι έμποροι των εθνών», «Η φόνισσα» κ.α.
Ακολουθεί μια χιουμοριστική ιστορία, όπου
ο Παπαδιαμάντης αρχίζει να εμπλουτίζει
την καθαρεύουσα με στοιχεία καθομιλουμένης και δημοτικής. Απολαύστε το!
(φυσικά όχι από το κινητό σας, αλλά από το λαπτοπάκι σας…)
ΟΙ ΝΑΥΓΟΣΩΣΤΑΙ
«Πώς έτρεχον το πρωί, εις την πεδιάδα πέρα, έξω της
πολίχνης, τόσος κόσμος, άνδρες και παιδία, και ολίγαι γυναίκες προσέτι; Έτρεχον
ανά την ευρείαν λεκάνην, την σχηματιζομένην μεταξύ δύο βουνών και ενός βορεινού
όρμου κι του λιμένος του μεσημβρινού, πλήθος πολύ σφόδρα. Ο ουρανός έβρεχε
διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος, ο βορειοανατολικός, αδιάκοπος εφύσα, και
ήτο ψύχος και χειμών, Δεκέμβριον μήνα…
Πρώτοι έτρεξαν, ο Λουκάς ο Μπούνος, κι ο Θανάσης ο
Πουγαδής, κι ο Παναγής της Χρόναινας. Ευθύς κατόπιν τούτων ήλθαν ο Αναστάσης, ο
Ζιζυφός, κι ο Κώστας ο Αμπάς, κι ο Αλέξης της Μυλωνούς, κι’ οι λοιποί. Άλλοι εξ
αυτών έφερον σάκκους πλήρεις, άλλοι εκρατούσαν ως ράβδους υψηλά κοντάρια, κι’
οι τσέπες των αμπαδένιων επανοφωρίων και περισκελίδων των, ίσως δια να μη
δίδουν υποψίας. Δύο εκ τούτων εκράτουν ανά μίαν απόχην, και άλλοι εβάσταζαν
κουβαριασμένα χονδρά σχοινία, πισσωμένα. Βεβαίως επρόκειτο περί αλιευτικής ή
ναυτικής εκδρομής.
Αλλά πώς είχον μυριστεί την υπόθεσιν, κι’ είχον λάβει είδησιν, όλες η μάγκες του τόπου, παιδία μεταξύ δώδεκα και δεκαέξ ετών, πρώτος ο Θοδωρής ο Τσούνος, είτα ο Γιάννης ο Ζόπης, κι ο Πέρρος ο Τριζόπης, κι ο Βασίλης ο Γλάρος, κι ο άλλος Βασίλης ο Κουλός, κι ο Γιώργης ο Κυρκυδός, κι ο Δημήτρης ο Ψόφιος, κι ο Γάννης ο Κιώρης, κι ο Αλέξης το Φανάρι, κι ο Μανωλιός το ψαλτήρι, και τόσοι άλλοι; Μόλις είχε γνωσθή η είδησις, ότι την περασμένην νύκτα είχε πέσει έξω παρά την Κεφάλαν, την απότομον υψηλήν ακτήν, πλησίον επισφαλούς βορεινού όρμου, μία μεγάλη νάβα ολλανδική, πελώριον σκάφος φορτωμένον με αγγεία, σίδηρον και τινά υφάσματα. Και οι μεν ναυαγοί είχον σωθεί. Είχαν έλθει νύκτα εις την πόλιν, οι κάτοικοι τους έδωκαν φορέματα, ήναψαν μεγάλην φωτιάν μέσα εις μιαν ισόγειον αποθήκην, και τους εζέσταναν. Οι ξένοι έπιον ρούμι άφθονον, και ήναψαν τας πίπας των. Εφαίνοντο ευχαριστημένοι από την φολοξενίαν των εντοπίων. Τώρα επρόκειτο και πώς να σωθούν τα ναυάγια.
Η εξουσία είχε στείλει δύο ενόπλους χωροφύλακας εις την Κεφάλαν, δια να φυλάξουν, όσον το δυνατόν, το βυθισμένον σκάφος. Αλλά πριν έλθουν οι χωροφύλακες, είχον φθάσει εις τον τόπον του ναυαγίου ο Λουκάς ο Μπούνος, με την παρέαν του, κι ο Αναστάσης ο Ζιζυφός, κι ο Αλέξης της Μυλωνούς, και οι λοιποί. Ακόμη προ αυτών έφθασαν, αν και τελευταίοι είχον αναχωρήσει, ο Θοδωρής ο Τσούνος, κι ο Βασίλης ο Γλάρος, κι ο Δημήτρης ο Ψόφιος κι όλοι οι ξυπόλητοι μοσχομάγκες του τόπου. Ήρχισαν δε πάραυτα να εργάζωνται προς ανέλκυσιν των ναυαγίων από τον πυθμένα. Αι δύο ή τρεις γυναίκες, αίτινες είχον ακολουθήσει, ηκολούθησαν κατ’ αρχάς προφάσει δια να κράξωσιν οπίσω τους υιούς των τους μάγκας και τους συμμαζέψουν, είτα σιγά-σιγά, χωρίς να το αισθανθούν, ειλκύσθησαν και αυταί μέχρι της Κεφάλας και εύρον περίεργον το θέαμα.
Ο Λούκας κι η παρέα του, με τους γάντζους και με της απόχες, θα κατώρθωναν πολύ μεγαλείτερες δουλειές, αν ήτον εύκολον να φέρουν από τον λιμένα της βάρκες των εις το μέρος εκείνο. Αλλ’ ήτο σχεδόν αδύνατον, διότι ο μαινόμενος βορράς δεν το επέτρεπε, θα ήτο ανάγκη να κάμψουν το ανατολικόν ακρωτήριον, το φράσσον τον λιμένα, να πλεύσωσιν κατεπάνω εις τον άνεμον, τρία ως τέσσερα μίλια πέλαγος αγριωμένον, εις τα βασίλεια του βορρά. Με πανία θα ήτο αμήχανον, με κωπία θα εχρειάζοντο πολύ μεγαλύτεραι και ισχυρότεραι λέμβοι, και πολλοί και στιβαροί βραχίονες να το κατορθώσουν. Δια τούτο ηναγκάσθησαν, φέροντες τα αλιευτικά των εφόδια, να έλθουν πεζή, χωρίς κανείς να τους έχει στείλει.
Τώρα, με γάντζους, με απόχες, με σχοινία και με κοντάριο, έκαμναν ό,τι μπορούσαν ανασύροντες πότε πότε μεγάλα πινάκια, υπερμεγέθεις σουπιέρες, με καλύμματα και με κουτάλας πήλινας ακόμη, ενίοτε δέσμας σιδηρών ράβδων κλπ. Αλλά πολύ μεγαλετέραν εργασίαν έκαμναν ο Θοδωρής ο Τσούνος, κι ο Γλάρος κι ο Ψόφιος, και οι λοιποί. Ούτοι χωρίς να φοβώνται ότι θα κρυώσουν, εγυμνώθησαν από τα ολίγα ράκη που εφορούσαν, έδιναν διαρκώς βουτιές, έφθαναν δύο ή τρία μπόγια εις τον πυθμένα, κι επανήρχοντο εις τον αφρόν, φέροντες πάντοτε όσην ηδύναντο να σηκώσουν λείαν.
Δεν εφαίνοντο να είχαν συλλογισθεί πώς θα μεταφέρουν
τόσα αγγεία πήλινα και τόσας ράβδους σιδηράς, και πώς θα τας εξασφαλίσουν. Πλην
ο Λουκάς ο Μπούνος εφαίνετο να είχε τους σκοπούς του δι’ αυτό.
-Παδιά, είπεν ούτος έξαφνα, στραφείς προς τα διαφόρους ομάδας των ανελκυστών και των βουτηχτών, τα πλιάτσικά μας, βλέπετε, είναι τέτοιας λογής, που το ένα είδος το σίδεερο, είνε φτειασμένο για να σπάζει το άλλο είδος, τα πιάτα. Το λοιπόν, δεν μπορούν να κάμουν εύκολα χωριό, τα δύο μαζί. Είνε ανάγκη να τα ξεχωρίσουμε. Σας παρακαλούμε σας, των παιδιών, να πάρετε όσα πιάτα εύρετε, σπασμένα και γερά, που είνε και πιο εύκοο να τα κουβαλήσετε στα χέρια. Σώνει να μας βοηθήσετ’ εμάςνα μεταφέρουμε σε μέρος σίγουρο ούλες της βέργες και της λαμαρίνες. Έκυψεν εις το ους ενός των συντρόφων του, του Αναστάση του Ζιζυφού, και του εψιθύρισε μερικά λόγια με πολλάς χειρονομίας, δεικνύων δια συρτού κι επίμονου κινήματος της παλάμης ίσα πέρα τον αιγιαλόν, και ηκούσθησαν αρκετά ευκρινώς απ’ το στόμα του ολίγαι λέξεις: «καλύβα, πέρα εκεί, σπηλιά,…κλειδαριά, σιδερόπορτα… Να φυλάτε κι εμείς θάρθουμε με της βάρκες το βράδυ,, σαν πέσ’ ο αέρας».
Την στιγμήν εκείνην ένας από τους μάγκας, ο Μανωλιός
το Ψαλτήρι, εφώναξεν.
-Έ! Μπάρμπα Λούκα! Μπάρμπα Λούκα! Να, έρχονται οι
ταχτικοί!
Εστράφησαν όλοι, και είδον τους δύο γηραιούς
χωροφύλακας, με της παληοκαπότες των και με της καραμπίνες των της
σκουριασμένες, που εφάνησαν να κατέρχωνται την ράχιν προς την ακτήν, και μόλις
απείχον πεντακόσια βήματα. Ήσαν δύο παλαιοί, λησμονημένοι χωροφύλακες, από την
εποχήν προ του Συντάγματος, με τουζλούκια και με χειρίδας ανοικτάς, δυσκίνητοι,
συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια, και μη θέλοντες να
φαίνονται κακοί.
-Έννοια σας, εσείς! έκραξεν ο Λούκας χωρίς να ταραχθή.
Ξέρω εγώ τι να του πω του μπάρμπα- Χρήστου, και μη σας μέλη.
Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη οπωσούν τραχεία φωνή του
ενός των χωροφυλάκων, του γεροντοτέρου.
-Έ! Νισάφι, βρε παιδιά, εφώναξε… Πέσατε με τα μούτρα
πάλι στο πλιάτσικο!
Με τον ίδιον τόνον απήντησεν ο Λούκας.
-Έννοια σου μπάρμπα- Χρήστο! Το κάνουμε για να μη
σκουριάσουν τα σίδερα μες στη θάλασσα… Κι έπειτα είνε ανάγκη να ξαλαφρώση
λιγάκι τα’ αμπάρι, για να σηκωθεί το σκάφος!...
Ο Λούκας δεν εβράδυνε να πείση τον μπάρμπα- Χρήστον περί της αληθείας και περί της ορθότητος των δύο επιχειρημάτων, τα οποία επρόβαλεν. Όταν οι δύο γηραιοί οπλίται κατήλθον χαμηλότερα προς τον αιγιαλόν, ανέβη κι εκείνος ολίγον υψηλότερα και τους ανέπτυξεν αναλυτικώτερον την υπόθεσιν.
-Κάμετε γλήγορα! έκραξεν εν συμπεράσματι, ο γερο-Χρήστος. Και
ξεπαστρέψτε τα αυτά το γληγορώτερο και ξεκουμπισθήτε από δω, γιατί!...
Διέκοψ , και έφερε την χείραν εις τον πώγωνα. Είτα
επέφερεν.
-Είναι κι άλλοι εδώ, που έχουν γένεια…
Έκαμε μιμικόν κίνημα, σημαίνον ότι «εκείνος που είχε
τα γένεια», δηλαδή ίσως ο κατής ή ειρηνοδίκης, ήτον φόβος αν εγίνοντο παράπονα,
μην τους τσακώση «απ’ το γιακά» και τους στείλη «μέσα».
Ο Λουκάς απήντησεν.
-Ορισμός σας, μπάρμπα-Χρήστο!...το γληγορότερο.
Είτα ήρχισεν να συνεννοήται με την παρέαν του.
Καθώς τα μυρμήκια το θέρος, δεν παύουν ένα-ένα αποτελούντα ατελείωον λιτανείαν εις την άκραν του δρόμου να σύρουν από έναν κόκκον , ή ψοφίαν μύιαν, ή οτιδήποτε, βαδίζοντα ακούραστα προς την αποθήκην των, τη μικράν οπήν της γης, ούτω και η πολυκέφαλος συντροφιά του Λούκα, ο Θανάσης ο Παπουδής, κι ο Παναγής της Χρόναινας, κι ο Αναστάσης ο Αμπάς κι ο Αλέξης της Μυλωνούς και οι λοιποί, εσχημάτισαν μακράν πομπήν, μετακομίζοντες επ’ ώμων τας ράβδους τα σιδηράς και τα αγγεία, εις την καλύβην πέραν, την κρυφήν, και εις την σπηλιάν την οποίαν είχεν υποδείξει ο Λούκας. Και καθώς τα μυρμήκια, όταν εις έν εξ αυτών πέση έν τεμάχιον πολύ μεγάλον και δυσανάλογον δια τας δυνάμεις του, υπείκοντα εις σημεία μυστικά και εις φωνάς αδήλους, έρχονται εις βοήθειαν του αδελφού των, και συνεργάζονται πέντε ή εξ ομού εις το κύλισμα και την μεταφοράν του μεγάλου τεμαχίου, παρομοίως ο Θοδωρής ο Τσούνος, κι ο Γιάννης ο Ζόπης, κι ο Πέρρος ο Τριζόπης, κι ο Κώστας ο Κυρκυδός, κι ο Δημήτρης ο Ψόφιος, κι ο Αλέξης το Φανάρι, και όλοι οι λοιποί, σνέτρεχον και συνεκοπίαζον εις το κουβάλημα πάσης δέσμης σιδηρών ράβδων, πολύ στερεά δεμένης, και την οποίαν μάτην είχαν προσπαθήσει να λύσωσιν εις μονάδας.
Την νύκτα, ο άνεμος εμετριάσθη και ο καιρίς εφαίνετο ότι εβελτιώθη. Τέσσαρες ή πέντε λέμβοι έκαμψαν το ανατολικόν του λιμένος ακρωτήριον, και δεν εβράδυναν να φθάσουν εις την Σπηλιάν, ολίγω πλησιέστερον της ακτής όπου είχε βυθισθή το ξένον πλοίον.
Τινές των συντρόφων εζήτουν επί τόπου να μοιρασθούν τα
λάφυρα, δια να φέρη «ο καθένας το δικό του».
Ο Λούκας έκανε «κουμάντο» εις όλα. Προκειμένου περί
διανομής των λαφύρων, ιδού πώς έλυσε το ζήτημα.
-Βρε παιδιά, είπε, να φορτώσουμε τώρα τα πράγματα όπως
είνε, μοιρασμένα κι αμοίραστα, για να τα κουβαλήσουμε «όσο είνε νωρίς», -ήτον
μία μετά τα μεσάνυχτα-κι ύστερα κάνουμε καλά, όταν θα ξεμπαρκάρουμε. Ο λύκος
από τα μετρημένα τρώει.
Συγχρόνως δε έβαλε τα δυνατά του να παραφορτώση την
δικήν του την βάρκαν, με παραπολλά σίδερα, λέγων ότι η βάρκα αύτη σηκώνει
περισσότερα, επειδή είνε καινούργια και γερή και καλοφτειασμένη.
Εις τον πλουν πάλιν ο άνεμος εσφοδρύνθη κι
εφουρτουνιάσθησαν όλοι. Η βάρκα τουΛούκα, ως πολύ βαρυφορτωμένη, ηναγκάσθη να
κάμη σχεδόν γενικήν αβαρίαν.
Τέλος έφθασαν εις τον λιμένα, δύο ώρας πριν φέξη, και απεβίβασαν τα πράγματα εις μίας εσχατιάν, έξω της πόλεως. Τότε ήρχισαν δυνατόν καυγάν μεταξύ των.
Ο Λούκας κι οι άλλοι δύο νομάτοι, οι σύντροφοι της βάρκας του, απήτουν να τα μοιράσουν όλα «απ’ τη μεγάλη μέση», αναλογίζοντας την αβαρίαν εις βάρος όλων. Οι άλλοι έλεγον ότι τα πράγματα είνε καλώς μοιρασμένα, και δεν έχουν να κάμουν άλλην μοιρασιάν. Ας μην έκαναν τόσο «ταμάχι», ο Λούκας κι όλοι αυτοί μαζί του, δια να μη ευρεθούν εις την ανάγκην να κάμουν αβαρίαν. Πλην διατί τάχα ο Λούκας νε επιμένη να βαρυφορτώση τόσον την βάρκαν; Άλλα είχε στα χείλη, και άλλον διάβολον είχε μέσα του. Βεβαίως, ενόει όλην την βαρκαδιά ως μερδικό του. Και το μερδικό του το πήρε πίσω η θάλασσα η αχόρταγη.
Τότε οι δύο νομάτοι, οι σύντροφοι του Λούκα, έρριψν
όλον το βάρος επάνω του, κι επέμειναν να μλοιρασθούν οι δύο ό,τι είχε μείνει
απ’ όλον το φορτίον, επειδή αυτός με το «ταμάχι» του και με την πλεονεξίαν του
έγινεν αιτία της αβαρίας, και είνε δίκαιον η ζημία να πέση εις βάρος του.
Ο Λούκας ετραβούσε τας ολίγας τρίχας τας άλλοτε
πυρράς, και νυν στακτεράς και υπολέυκους, που είχον μείνει περί τους δύο
κροτάφους του, μεμφόμενος την αχαριστίαν των συντρόφων.
-Κακό, βρε παιδιά! κι ο κόπος μου θα πάει χαμένος;…
Κρίμα βρε παιδιά!
Ευθύς άμα τη ανατολή του ηλίου, πριν προφθάσουν οι
ναυαγοσώσται να μεταφέρουν και εξασφαλίσουν όλα τα λάφυρα, ο ειρηνοδίκης και ο
πρόεδρος της δημαρχίας, ο «εκπληρών και τα αστυνομικά», ελθόντες κατέσχον ό,τι έυρον εξ όλων των
διακομισθέντων πραγμάτων. Ο ειρηνοδίκης εξωδίκως απεφάνθη ότι, κατ’ αυτόν οι
άνθρωποι ούτοι δεν ήσαν ένοχοι, καθότι εγλύτωσαν τόσον πράγμα από την φθοράν.
Επειδή, αν επερίμεναν τους «αρμοδίους» πότε να «σκεφθούν» και ν’ «αποφασίσουν
να λάβουν μέτρα» κτλ. οι αρμόδιοι, είναι
τόσον βραδυκίνητοι, ώστε το μεγαλείτερον μέρος του φορτίου θα το κατέπιεν εν τω
μεταξύ η θάλασσα. Εδικαιούντο άρα οι άνθρωποι, αν δεν τους επλήρωναν τα
ναυαγοσωστικά, να κρατήσουν μέρος των πραγμάτων τούτων δι ανταμοιβήν των.
Καλά το έλεγα εγώ, βρε παιδιά, είπεν ο Λούκας. Δεν ήτο
δίκηο να χάσω τον κόπον μου!»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου